Πολλές εικόνες της εποχής του Ολοκαυτώματος είναι εύκολα αναγνωρίσιμες-είτε σύμβολα της προπαγάνδας των Ναζί (όπως η σβάστικα) ή φυσικά αντικείμενα και τοποθεσίες που είναι τώρα γνωστές εξαιτίας της γενοκτονίας (όπως το αγκαθωτό σύρμα ή οι σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούν στο κέντρο εξόντωσης του Άουσβιτς-Μπίρκεναου.) Η πανταχού παρουσία και η επικαιρότητα αυτών των οπτικών εικόνων αντικατοπτρίζει:

1) Τον τρόμο που προκάλεσαν τα εγκλήματα που διεπράχθησαν την εποχή του Ολοκαυτώματος

2) Ένα αμείωτο ενδιαφέρον για την προπαγάνδα και τις εικονιστικές παραστάσεις της ναζιστικής θηριωδίας

3) Τη διάδοση της ενημέρωσης για το Ολοκαύτωμα μέσα από εκπαιδευτικές προσπάθειες, τα μέσα ενημέρωσης και τη μαζική κουλτούρα

Κάποιες από αυτές τις εικόνες έγιναν συνώνυμες με το ίδιο το Ολοκαύτωμα ή το κακό γενικότερα. Η κοινή αντίληψη και εξοικείωση με αυτές τις εικόνες έχει οδηγήσει επίσης στην κατάχρησή τους με τρόπους που διαστρεβλώνουν την καταγεγραμμένη ιστορία, επιτίθενται στη μνήμη εκείνων που δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς και τους συνεργούς τους, και χρησιμεύουν ως πρόσχημα για την προκατάληψη και το μίσος.

Σήμερα, γίνεται κατάχρηση συμβόλων και εικόνων της εποχής του Ολοκαυτώματος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως:

1) στις επιθέσεων εναντίον των Εβραίων ή εβραϊκών οργανισμών

2) στην άσκηση κριτικής στην κυβέρνηση του Ισραήλ εξισώνοντας τις πράξεις της με εκείνες της ναζιστικής Γερμανίας ή της άρνησης της νομιμότητάς της δηλώνοντας ότι το Ολοκαύτωμα είναι ένα ψέμα που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός σύγχρονου εβραϊκού κράτους

3) Ως επίθετα συμβολισμού του απόλυτου κακού, είτε για την προώθηση μιας πολιτικής ατζέντας ή σε περιπτώσεις συγκριτικά ήσσονος σημασίας παραβιάσεων (π.χ. χαρακτηρίζοντας ως Ναζί έναν αυστηρό καθηγητή)

Κάποιες καταχρήσεις αντικατοπτρίζουν μία συνειδητή, συγκροτημένη απόπειρα επίθεσης και απονομιμοποίησης συγκεκριμένων εβραϊκών στόχων. Για παράδειγμα, μία εικόνα από ένα σκίτσο που ταυτίζει τη Λωρίδα της Γάζας με το Γκέτο της Βαρσοβίας συνιστά ρητή προσπάθεια δαιμονοποίησης της πολιτικής του Ισραήλ και διακοπής του λογικού διαλόγου εξισώνοντας τις ισραηλινές πολιτικές με εκείνες της γενοκτονίας από τους Ναζί. Παρόμοια, ένα πανώ που χρησιμοποιήθηκε σε δημόσια διαμαρτυρία στην Ουάσιγκτον, τον Μάρτιο του 2010, απεικόνιζε μια διαστρεβλωμένη αλλά αναγνωρίσιμη έκδοση της σημαίας του Ισραήλ όπου μία αιματοβαμμένη σβάστικα αντικατέστησε το Αστέρι του Δαυίδ.

Όταν άτομα ή κυβερνήσεις χρησιμοποιούν εικόνες του Ολοκαυτώματος ως όπλο ενάντια στους Εβραίους ή στο εβραϊκό κράτος, δεν έχουν μόνο ως απώτερο στόχο να καπηλευτούν τον πόνο που προκαλεί η μνήμη του, αλλά και την ελπίδα ότι τέτοιες εικόνες θα κινητοποιήσουν προς το σκοπό τους άτομα που δεν είναι οι ίδιοι αντισημίτες. Εικόνες του Ολοκαυτώματος που συνδέονται με την πολιτική του Ισραήλ εκμεταλλεύονται επίσης παλαιότερες κατηγορίες περί εβραϊκής συνωμοσίας ελέγχου του κόσμου (όπως στο αντισημιτικό βιβλίο Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών) υποννοώντας ότι η εστίαση στο Ολοκαύτωμα είναι μέρος μιας ύπουλης στρατηγικής που αποσκοπεί στην ευνοϊκή αντιμετώπιση του εβραϊκού κράτους. Παρόμοια, αυτοί οι οπτικοί συσχετισμοί δε διαφέρουν με τις μορφές άρνησης του Ολοκαυτώματος που πρεσβεύουν ότι η καταγεγραμμένη ιστορία έχει διαστρεβλωθεί για πολιτικό ή υλικό όφελος των Εβραίων.

Πολλές από αυτές τις καταχρήσεις των εικόνων του Ολοκαυτώματος συνιστούν υπολογισμένες πράξεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος ή ανθρώπων με άλλες αντισημιτικές απόψεις. Κάποιες προέρχονται από μια παρεξηγημένη αφέλεια-για παράδειγμα, ένας μαθητής που ζωγραφίζει μία σβάστικα σε ένα σχολικό τοίχο. Ο μαθητής μπορεί να γνωρίζει ότι πρόκειται για σύμβολο των Ναζί ή απλά ότι είναι ένα απαγορευμένο σύμβολο· η πρόθεσή του είναι μάλλον περισσότερο επαναστατική παρά αντισημιτική. Η σημασία μιας τέτοιας πράξης είναι ριζικά διαφορετική αν η σβάστικα ή το Άστρο του Δαυίδ έχουν ζωγραφιστεί από έναν μαθητή κολεγίου στην πόρτα του κοιτώνα ενός Εβραίου μαθητή. Στην περίπτωση αυτή ένα σύμβολο της εποχής του Ολοκαυτώματος χρησιμοποιείται απροκάλυπτα για να εκφράσει ένα σημερινό μίσος.

Η σβάστικα έχει μακρά ιστορία και χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον 5.000 χρόνια πριν τους Ναζί. Παραμένει ιερό σύμβολο στον ινδουισμό, βουδισμό και άλλες ασιατικές θρησκείες και συναντάται σε ναούς ή σπίτια στην Ινδία ή την Ινδονησία. Οι σβάστικες έχουν επίσης αρχαία ιστορία στην Ευρώπη, εμφανιζόμενες σε αντικείμενα της προ-χριστιανικής κουλτούρας. Παρά την αρχαία του προέλευση, το σύμβολο έχει τόσο ευρέως συνδεθεί με τη ναζιστική Γερμανία που η χρήση του σήμερα συχνά προκαλεί διαμάχη, ανεξάρτητα από το αν στοχεύει σε οπτικές δηλώσεις μίσους.

Δε στοχοποιούν τους Εβραίους όλες οι καταχρήσεις των ναζιστικών εικόνων. Τέτοιες επιθέσεις συχνά αμαυρώνουν τις πολιτικές συνομιλίες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ένα πρόσφατο παράδειγμα, στη διάρκεια του δημόσιου διαλόγου για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας έγιναν συχνές αναφορές στις «επιτροπές θανάτου», με διακριτικές αλλά και απροκάλυπτες συγκρίσεις μεταξύ των σύγχρονων προτάσεων και του προγράμματος «ευθανασίας» ή δολοφονίας των αδυνάτων από τους Ναζί. Σε πολλές διαδηλώσεις, οι διαδηλωτές κρατούσαν πανώ διαμαρτυρίας που απεικόνιζαν τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα με μικρό μουστάκι στο στιλ του Αδόλφου Χίτλερ. Παρόμοια, πολέμιοι της νομοθεσίας που θα έβαζε στο στόχο του παράνομους μετανάστες στις ΗΠΑ έχουν παρομοιάσει αυτά τα μέτρα με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν από τους Ναζί στη Γερμανία. Εικόνες του Ολοκαυτώματος έχουν υιοθετηθεί ακόμη από υπέρμαχους των δικαιωμάτων των ζώων που βρίσκουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στη γενοκτονία από τους Ναζί και στα εργοστάσια φάρμες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σε αυτές, και πολλές ακόμη περιπτώσεις, το πλαίσιο έχει σημασία. Είναι ένα πράγμα η δημοσίευση αντισημιτικών σκίτσων της εφημερίδας των Ναζί Der Stürmer ως μέρος ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για τους κινδύνους της προπαγάνδας. Είναι εντελώς διαφορετικό όταν τα ίδια σκίτσα ή άλλα που υιοθετούν παρόμοιες οπτικές αναλογίες χρησιμοποιούνται για την επίθεση σε αντιπάλους σήμερα. Εκείνοι που επιστρατεύουν αναγνωρίσιμες εικόνες του Ολοκαυτώματος στην υπηρεσία σύγχρονων πολιτικών σκοπών ταυτόχρονα μειώνουν τη μνήμη των εκατομμυρίων θυμάτων και υποβαθμίζουν το επίπεδο ενός σύγχρονου διαλόγου.