Από το 1933 έως το 1945 μια σειρά από κοινωνικές ομάδες αντιστάθηκαν στο ναζιστικό καθεστώς, τόσο στη Γερμανία όσο και στις κατεχόμενες από τη Γερμανία περιοχές.

Μεταξύ των πρώτων αντιπάλων του ναζισμού ήταν οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές και οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Παρά το ότι η αρχηγεσία της εκκλησίας είτε υποστήριζε το ναζιστικό καθεστώς ή συναινούσε με τα επίσημα κρατικά μέτρα της διάκρισης και των διωγμών, μεμονωμένοι Γερμανοί θεολόγοι όπως ο Ντίτριχ Μπονχέφερ προέβαλαν αντίσταση στο καθεστώς. Ο Μπονχέφερ, που είχε επαφές με αξιωματικούς του στρατού που ήταν κατά του Χίτλερ στην υπηρεσία πληροφοριών των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων (Abwehr), συνελήφθη το 1943 και εκτελέστηκε το 1945.

Εντός της γερμανικής συντηρητικής ελίτ και του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, υπήρχαν μικρές ομάδες αντικαθεστωτικών. Τον Ιούλιο του 1944, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Κλάους Σενκ φον Στάουφενμπεργκ , ένας συνασπισμός αυτών των ομάδων και λίγοι μετριοπαθείς Σοσιαλοδημοκράτες πολιτικοί συνωμότησαν χωρίς επιτυχία να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ και να ανατρέψουν το ναζιστικό καθεστώς.

Μία άλλη μικρή αντιστασιακή ομάδα οργανώθηκε στη Γερμανία γύρω από τους φοιτητές από το Μόναχο Χανς και Σοφί Σολ. Μοιράζοντας ενημερωτικά φυλλάδια, θέλησαν να δημοσιοποιήσουν τις βιαιότητες των γερμανικών δυνάμεων στα ανατολικά και να προτρέψουν τους Γερμανούς να αντισταθούν ενεργά στο καθεστώς των Ναζί. Οι Σολ συνελήφθησαν από την Γκεστάπο (κρατική μυστική αστυνομία της Γερμανίας) το Φεβρουάριο του 1943 και εκτελέστηκαν μαζί με άλλα μέλη της ομάδας τους.

Αντίσταση υπήρξε επίσης στην υπό τη γερμανική κατοχή Ευρώπη. Στη Γαλλία, ο Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ, αρνήθηκε να ορκιστεί υποταγή στο Καθεστώς Βισύ. Οργάνωσε μία Προσωρινή Εθνική Επιτροπή των Ελεύθερων Γάλλων με έδρα στο Λονδίνο και τάχθηκε υπέρ της ανοιχτής αντίστασης ενάντια στο συνεργαζόμενο με τους Ναζί καθεστώς του Βισύ. Στο γαλλικό έδαφος, τόσο η αντίσταση του κινήματος των Γκωλικών όσο και η κομμουνιστική αντίσταση οργανώθηκαν το 1941 και προέβησαν σε σαμποτάζ και επιθέσεις σε Γερμανούς αξιωματούχους.

Αμέσως μετά την κατάκτηση της Δανίας από τη Γερμανία τον Απρίλιο του 1940, ένα αντιστασιακό κίνημα ξεκίνησε τη δράση του· οι δραστηριότητες του περιελάμβαναν την εξόντωση πληροφοριοδοτών, την επιδρομή σε γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και το σαμποτάζ σιδηροδρομικών γραμμών. Παρόμοια οργανώθηκε και η αντίσταση στη Νορβηγία· ένα από τα πιο εντυπωσιακά της κατορθώματα ήταν η καταστροφή της παροχής νερού της νορβηγικής Υδροηλεκτρικής Εταιρείας Norsk στο Βέμοκ στα τέλη Φεβρουαρίου του 1943.

Το Φεβρουάριο του 1941 οι Ολλανδοί, με την παρότρυνση των ηγετών των συνδικαλιστικών φορέων, πραγματοποίησαν γενική απεργία διαμαρτυρόμενοι για την απάνθρωπη μεταχείριση των Εβραίων. Μετά την κατάληψη της Ιταλίας από τους Γερμανούς το Σεπτέμβριο του 1943, που ακολούθησε την άνευ όρων παράδοση της Ιταλίας στους Συμμάχους, ισχυρές αντιστασιακές ομάδες, κομμουνιστικές και μη-κομμουνιστικές, δημιουργούσαν προβλήματα στις γερμανικές αρχές, ειδικά στη βορειοανατολική Ιταλία.

Στη Σοβιετική Ένωση, τη Σλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Πολωνία, αντάρτες μαχητές, οι λεγόμενοι παρτιζάνοι, προχώρησαν σε ένοπλη αντίσταση και ενεπλάκησαν σε σαμποτάζ, αντάρτικο πόλεμο και κατά μέτωπο επιθέσεις και δολοφονίες μελών του προσωπικού των Γερμανών και των Σλοβάκων και Κροατών συμμάχων τους. Τον Αύγουστο του 1944, ο Πολωνικός (μη κομμουνιστικός) Στρατός της Πατρίδας εξεγέρθηκε ενάντια στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στη Βαρσοβία προσδοκώντας μία επικείμενη σοβιετική επίθεση από τον Βιστούλα στο κέντρο της πόλης. Παρά το ότι οι Σοβιετικοί δεν συνέχισαν την προέλασή τους, ο Στρατός της Πατρίδας πολέμησε για δύο μήνες στα ερείπια της Βαρσοβίας προτού παραδοθεί στους Γερμανούς. Αντάρτες του κομμουνιστικού Λαϊκού Στρατού επίσης είχαν αναπτύξει δράση με σαμποτάζ και επιθέσεις εναντίον Γερμανών στην κατεχόμενη Πολωνία.

Επίσης τον Αύγουστο του 1944, Σλοβάκοι αντιστασιακοί ηγέτες -- κομμουνιστές και μη κομμουνιστές -- εξαπέλυσαν εξέγερση (την εθνική εξέγερση των Σλοβάκων) εναντίον της φίλο-γερμανικής κυβέρνησης Τίσο. Οι Γερμανοί και η φασιστική πολιτοφυλακή Hlinka χρειάστηκαν δύο μήνες για να καταστείλουν την εξέγερση.

Στη διαμελισμένη Γιουγκοσλαβία, η αντάρτικη αντίσταση αναπτύχτηκε μεταξύ των Σλοβένων στην προσαρτημένη στη Γερμανία Σλοβενία και πραγματοποιούσε κυρίως μικρής κλίμακας επιθέσεις. Στη Σερβία, η αντιστασιακή οργάνωση των τσέτνικ αναπτύχθηκε υπό τον πρώην Συνταγματάρχη του Γιουγκοσλαβικού Στρατού, Draža Mihailovic. Μετά την καταστροφική της ήττα σε μία εξέγερση τον Ιούνιο του 1941, η οργάνωση συνήθως απέφευγε την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις κατοχής του Άξονα. Η κομμουνιστική αντιστασιακή οργάνωση υπό την ηγεσία του Γιόζεφ Τίτο ήταν μία πολυεθνική δύναμη αντίστασης – που συμπεριελάμβανε Σέρβους, Κροάτες, Βόσνιους (μουσουλμάνους Σέρβο-Κροάτες), Εβραίους και Σλοβένους. Με βάση κυρίως στη Βοσνία και τη βορειοδυτική Σερβία, οι αντάρτες του Τίτο πολέμησαν εντατικά τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση των γερμανικών δυνάμεων από τη Γιουγκοσλαβία το 1945.

Τον Μάιο του 1942, Τσέχοι πράκτορες, προσγειώθηκαν με αλεξίπτωτα στη Βοημία από τους Βρετανούς μετά από αίτηση της εξόριστης στο Λονδίνο κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας, και δολοφόνησαν τον Στρατηγό των SS Ράινχαρντ Χάιντριχ στην Πράγα. Εκεί, ο Χάιντριχ είχε υπηρετήσει, εκτός από τα άλλα του καθήκοντα, ως Προστάτης του Ράιχ της Βοημίας και της Μοραβίας. Ο Χάιντριχ ήταν ο αρχηγός του Κεντρικού Γραφείου του Ράιχ για την Ασφάλεια και αρχιτέκτονας του σχεδίου της «Τελικής Λύσης» για το εβραϊκό ζήτημα. Σε αντίποινα, τα SS και η γερμανική αστυνομία εκτέλεσε όλους τους άνδρες και εκτόπισε τις γυναίκες και τα παιδιά από τα χωριά Lidice και Ležáky.

Μέλη και άλλων ομάδων που είχαν υποφέρει από τους Ναζί προέβαλαν αντίσταση. Το Μάιο του 1944 άνδρες των SS διέταξαν τους Τσιγγάνους αιχμαλώτους να εγκαταλείψουν τους κοιτώνες στο στρατόπεδο οικογενειών για τους Τσιγγάνους στο Άουσβιτς (πιθανότατα για να τους στείλουν στους θαλάμους αερίων). Οπλισμένοι με μαχαίρια και τσεκούρια, οι Τσιγγάνοι αρνήθηκαν να φύγουν. Οι άντρες των SS οπισθοχώρησαν. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά αντιστάθηκαν στους Ναζί με το αρνούνται να συμμορφωθούν στις αρχές. Αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στο γερμανικό στρατό και, ως κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οργάνωναν μυστικές ομάδες μελέτης της Βίβλου.

Μεταξύ των άλλων μορφών μη-βίαιης αντίστασης ήταν η υπόθαλψη Εβραίων, η ακρόαση απαγορευμένων ραδιοφωνικών εκπομπών από συμμαχικές χώρες και η έκδοση λαθραίων αντιναζιστικών εφημερίδων.

Σε κάποιες περιπτώσεις σημειώθηκαν περιστατικά αντίστασης μεμονωμένων ατόμων χωρίς διασυνδέσεις. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά περιστατικά μεμονωμένης αντίστασης ήταν η προσπάθεια ενός ξυλουργού με το όνομα Γκέοργκ Έλσερ να δολοφονήσει τον Χίτλερ τον Νοέμβριο του 1939 τοποθετώντας βόμβα σε ένα από τα υποστυλώματα του κελαριού μπύρας στο Bürgerbräu, όπου ο δικτάτορας έδινε κάθε χρόνο ομιλία στην επέτειο του Πραξικοπήματος της Μπυραρίας του 1923. Το σχέδιο του Έλσερ απέτυχε λόγω της αναπάντεχης και εσπευσμένης αναχώρησης του Χίτλερ για το Δυτικό Μέτωπο· ο δικτάτορας έφυγε από τον χώρο πριν την ενεργοποίηση και έκρηξη της βόμβας. Ο Έλσερ συνελήφθη στην προσπάθεια του να περάσει τα ελβετικά σύνορα και κρατήθηκε σε κελί απομόνωσης σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μέχρι τον Απρίλιο του 1945 που δολοφονήθηκε μυστικά από τη Γκεστάπο.