Η δίωξη των Ρομά (Τσιγγάνων) στη Γερμανία, και σε ολόκληρη την Ευρώπη, προηγήθηκε της ανάληψης της εξουσίας από τους Ναζί το 1933. Η αστυνομία της Βαυαρίας στη Γερμανία τηρούσε ένα κεντρικό μητρώο των Ρομά ήδη από το 1899 και αργότερα προχώρησε στη σύσταση μιας επιτροπής για το συντονισμό της αστυνομικής δράσης κατά των Ρομά στο Μόναχο. Το 1933, η αστυνομία της Γερμανίας ξεκίνησε μια πιο αυστηρή επιβολή νόμων της προ-ναζιστικής περιόδου κατά ατόμων που ακολουθούσαν έναν «τσιγγάνικο», όπως χαρακτηριζόταν, τρόπο ζωής. Οι Ναζί έκριναν ότι τα άτομα αυτά ήταν φυλετικά «ανεπιθύμητα» και θέσπισαν συστηματικά μέτρα δίωξης των Ρομά.

Αφού οι Ναζί είχαν αποφασίσει ότι οι Ρομά είχαν ξένο αίμα, βασικό μέλημά τους αποτέλεσε η συστηματική ταυτοποίηση όλων των Ρομά. Ο ορισμός του «Ρομά» ήταν απαραίτητος, προκειμένου να δρομολογηθεί η συστηματική δίωξή τους. Υπό την έννοια αυτή, η αναγνώριση του ποιος ήταν Εβραίος ήταν ευκολότερη, καθώς τα αρχεία των θρησκευτικών κοινοτήτων ήταν άμεσα διαθέσιμα στην πολιτεία. Οι Ρομά της Γερμανίας ήταν χριστιανοί επί αιώνες, επομένως τα εκκλησιαστικά αρχεία ήταν άχρηστα για τον προσδιορισμό της Ρομά καταγωγής.

Οι Ναζί στράφηκαν στη φυλετική υγιεινή και προσπάθησαν να προσδιορίσουν ποιος ήταν Ρομά βάσει σωματικών χαρακτηριστικών. Ο Δρ. Robert Ritter, παιδοψυχολόγος στο πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, έγινε το κεντρικό πρόσωπο της μελέτης των Ρομά. Ειδικότητά του ήταν η εγκληματική βιολογία, δηλαδή η ιδέα ότι η εγκληματική συμπεριφορά οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες. Το 1936, ο Ritter έγινε διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Φυλετικής Υγιεινής και Δημογραφικής Βιολογίας του Υπουργείου Υγείας και ξεκίνησε τη φυλετική μελέτη των Ρομά. Ο Ritter ανέλαβε να εντοπίσει και να κατηγοριοποιήσει ανά φυλετικό τύπο τους κατά προσέγγιση 30.000 Ρομά που διέμεναν στη Γερμανία. Ο Ritter διεξήγαγε ιατρικές και ανθρωπολογικές εξετάσεις σε μια απόπειρα να κατηγοριοποιήσει τους Ρομά. Παρά την προσωπική αξίωση του Ritter να τεκμηριώσουν τις αποφάσεις του με ψευδοεπιστημονική μέθοδο, οι ομάδες του κατέφυγαν σε συνεντεύξεις με Ρομά, προκειμένου να προσδιορίσουν και να καταγράψουν το γενεαλογικό δέντρο τους. Οι ερευνητές του Ritter απειλούσαν τους συνεντευξιαζόμενους με σύλληψη και φυλάκιση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αν δε δήλωναν όσους ήταν συγγενείς τους και την τελευταία γνωστή διεύθυνσή τους. Με τον τρόπο αυτό, ο Ritter δημιούργησε ένα μητρώο σχεδόν όλων των Ρομά που ζούσαν εκείνη την περίοδο στη Γερμανία.

Στο συμπέρασμα της μελέτης του, ο Ritter δήλωσε ότι οι Ρομά, με καταγωγή από την Ινδία, ήταν κάποτε Άριοι, αλλά διεφθάρησαν από τη συναναστροφή με κατώτερους λαούς κατά τη μακρά μετανάστευσή τους. Ο Ritter διατύπωσε την εκτίμηση ότι περίπου το 90 τοις εκατό όλων των Ρομά της Γερμανίας είχαν ανάμικτο αίμα και, συνεπώς, ήταν φορείς «εκφυλισμένου» αίματος και εγκληματικών χαρακτηριστικών. Επειδή υποτίθεται ότι αποτελούσαν κίνδυνο, ο Ritter συνέστησε να στειρώνονται δια της βίας. Ο Ritter πρότεινε οι Ρομά με καθαρό αίμα να τεθούν υπό κράτηση και να μελετηθούν περαιτέρω. Στην πράξη, γινόταν ελάχιστη διάκριση μεταξύ των αποκαλούμενων από τον Ritter Ρομά με καθαρό αίμα και των Ρομά με ανάμικτο αίμα. Όλοι τους ήρθαν αντιμέτωποι με τη ναζιστική πολιτική των διώξεων και, αργότερα, των μαζικών δολοφονιών.

Το 1936, οι Ναζί συγκέντρωσαν όλες τις αστυνομικές δυνάμεις της Γερμανίας υπό τον Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγό των SS και της γερμανικής αστυνομίας. Συνεπώς, και η πολιτική της αστυνομίας προς τους Ρομά ακολουθούσε μια κεντρική κατεύθυνση. Στο Βερολίνο, ο Χίμλερ ίδρυσε το Κεντρικό Γραφείο του Ράιχ για την καταπολέμηση της ενόχλησης από τους Τσιγγάνους. Τον έλεγχο ανέλαβε αυτή η υπηρεσία, η οποία και επέκτεινε τα γραφειοκρατικά μέτρα για τη συστηματική δίωξη των Ρομά.

Μία από τις πρώτες αποφάσεις της υπηρεσίας ήταν να υπόκεινται οι Ρομά σε φυλετικούς νόμους. Μετά το 1936, οι Ρομά υπόκεινταν στους Νόμους της Νυρεμβέργης, το Νόμο για την Αποτροπή της Γέννησης Τέκνων με Κληρονομικές Ασθένειες και το Νόμο κατά Επικίνδυνων Κατ’ εξακολούθηση Εγκληματιών. Πολλοί Ρομά που εντοπίστηκαν από την πολιτεία αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε στείρωση.

Λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, η αστυνομία διέταξε τη σύλληψη και βίαιη μετεγκατάσταση όλων των Ρομά της ευρύτερης περιοχής του Βερολίνου στο Marzahn, ένα χωράφι κοντά σε ένα νεκροταφείο και χώρο απόθεσης απορριμμάτων στο ανατολικό Βερολίνο. Η αστυνομία περικύκλωσε όλους τους καταυλισμούς των Ρομά και μετέφερε όλους τους κατοίκους και τις άμαξές τους στο Marzahn. Οι συλλήψεις ξεκίνησαν στις 16 Ιουλίου 1936, στις 4 π.μ. Ένστολοι αστυνομικοί φρουρούσαν το στρατόπεδο, περιορίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία από και προς αυτό. Πολλοί από τους 600 Ρομά που συνελήφθησαν συνέχισαν να πηγαίνουν καθημερινά στη δουλειά τους, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να επιστρέφουν το βράδυ. Αργότερα, υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία σε εργοστάσια όπλων.

Σε ολόκληρη τη Γερμανία, τόσο οι πολίτες όσο και τα τοπικά αστυνομικά σώματα άρχισαν να μεταφέρουν δια της βίας τους Ρομά σε δημοτικά στρατόπεδα. Αργότερα, τα στρατόπεδα αυτά εξελίχθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας για Ρομά. Το Marzahn και τα στρατόπεδα Τσιγγάνων (Zigeunerlager) που δημιούργησαν οι Ναζί σε άλλες πόλεις μεταξύ 1935 και 1938 ήταν ένα προκαταρκτικό στάδιο προς το δρόμο για τη γενοκτονία. Παραδείγματος χάρη, οι άνδρες από το Marzahn, εστάλησαν το 1938 στο Σαξενχάουζεν και οι οικογένειές τους εκτοπίστηκαν το 1943 στο Άουσβιτς.

Ρομά συνελήφθησαν επίσης ως «αντικοινωνικοί» ή «κατ’ εξακολούθηση εγκληματίες» και εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σχεδόν σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας υπήρχαν Ρομά κρατούμενοι. Στα στρατόπεδα, όλοι οι κρατούμενοι φορούσαν σήματα διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων, τα οποία προσδιόριζαν την κατηγορία κάθε κρατούμενου. Οι Ρομά φορούσαν μαύρα, τριγωνικά σήματα, το σύμβολο των «αντικοινωνικών», ή πράσινα, το σύμβολο των «επαγγελματιών» εγκληματιών.