Μια φάλαγγα του γερμανικού στρατού προχωρά δύσκολα μέσα από τη λάσπη, προσπερνώντας ένα κατεστραμμένο σοβιετικό τεθωρακισμένο.

Με την κωδική ονομασία Επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη γερμανική στρατιωτική επιχείρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Στόχοι της εισβολής

Από τη δεκαετία του 1920 οι βασικές πολιτικές του ναζιστικού κινήματος περιελάμβαναν: 

  • την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης με τη δύναμη των όπλων
  • τη μόνιμη εξάλειψη της θεωρούμενης κομμουνιστικής απειλής για τη Γερμανία
  • και την κατάληψη προνομιακών εκτάσεων εντός των σοβιετικών συνόρων ως Lebensraum («ζωτικός χώρος») για μακροπρόθεσμη γερμανική εγκατάσταση. 

Ως εκ τούτου, ο Αδόλφος Χίτλερ θεωρούσε πάντοτε το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης της 23ης Αυγούστου 1939 (που συνήθως αναφέρεται ως σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ) ως έναν προσωρινό στρατηγικό ελιγμό. Τον Ιούλιο του 1940, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την κατάκτηση της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών (Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) από τους Γερμανούς, ο Χίτλερ αποφάσισε να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση εντός του επόμενου έτους. Στις 18 Δεκεμβρίου 1940 υπέγραψε την Οδηγία 21 (με την κωδική ονομασία Επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα»). Αυτή ήταν η πρώτη επιχειρησιακή εντολή για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.

Από την αρχή του επιχειρησιακού σχεδιασμού, οι γερμανικές στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές σκόπευαν να διεξάγουν έναν πόλεμο εξόντωσης εναντίον της «ιουδαιο-μπολσεβίκικης» κομμουνιστικής κυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης και των πολιτών της, ιδίως των Εβραίων. Κατά τη διάρκεια των χειμερινών και εαρινών μηνών του 1941 αξιωματούχοι του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Oberkommando des Heeres-OKH) και του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (Reichssicherheitshauptamt-RSHA) διαπραγματεύονταν τις ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των Einsatzgruppen (τάγματα θανάτου) πίσω από τις γραμμές του μετώπου. Τα τάγματα θανάτου θα πραγματοποιούσαν μαζικές εκτελέσεις Εβραίων, κομμουνιστών και άλλων ατόμων που θεωρούνταν επικίνδυνα για την εγκαθίδρυση της μακροχρόνιας γερμανικής κυριαρχίας στο σοβιετικό έδαφος. Τα τάγματα θανάτου, γνωστά και ως κινητές μονάδες εξόντωσης, ήταν ειδικές μονάδες των Τμημάτων Ασφαλείας της Αστυνομίας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας (Sicherheitsdienst-SD). Επιπλέον, ο γερμανικός στρατός σχεδίαζε ότι δεκάδες εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες θα πέθαιναν από την πείνα ως σκόπιμο αποτέλεσμα των γερμανικών κατοχικών πολιτικών.

Η εισβολή

Με 134 μεραρχίες σε πλήρη μαχητική ισχύ και άλλες 73 μεραρχίες για ανάπτυξη πίσω από το μέτωπο, οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Η εισβολή ξεκίνησε λιγότερο από δύο χρόνια μετά την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου. Τρεις ομάδες στρατού επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση σε ένα ευρύ μέτωπο. Αυτές οι ομάδες περιελάμβαναν περισσότερους από τρία εκατομμύρια Γερμανούς στρατιώτες. Οι στρατιώτες υποστηρίζονταν από 650.000 στρατιώτες από τους συμμάχους της Γερμανίας (Φινλανδία και Ρουμανία). Τα στρατεύματα αυτά ενισχύθηκαν αργότερα με στρατιωτικές μονάδες από την Ιταλία, την Κροατία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία. Το μέτωπο εκτεινόταν από τη Βαλτική Θάλασσα στα βόρεια μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στα νότια.

Επί σειρά μηνών, η σοβιετική ηγεσία αρνείτο να λάβει υπόψη της τις προειδοποιήσεις των Δυτικών δυνάμεων για τη συγκέντρωση γερμανικών στρατευμάτων κατά μήκος των δυτικών συνόρων της. Έτσι, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα πέτυχαν σχεδόν πλήρη τακτικό αιφνιδιασμό. Μεγάλο μέρος της υπάρχουσας σοβιετικής αεροπορίας καταστράφηκε στο έδαφος. Ο σοβιετικός στρατός αρχικά συντρίφτηκε. Οι γερμανικές μονάδες περικύκλωσαν εκατομμύρια Σοβιετικούς στρατιώτες. Αποκομμένοι από προμήθειες και ενισχύσεις, οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν είχαν πολλές άλλες επιλογές από το να παραδοθούν.

Καθώς ο γερμανικός στρατός προχωρούσε βαθιά στο σοβιετικό έδαφος, μονάδες των SS και της αστυνομίας ακολουθούσαν τα στρατεύματα. Οι πρώτοι που έφτασαν ήταν τα τάγματα θανάτου. Το Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ ανέθεσε στις μονάδες αυτές: 

  • τον εντοπισμό και την εξόντωση ατόμων που θα μπορούσαν να οργανώσουν και να πραγματοποιήσουν αντίσταση στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής 
  • τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση ομάδων ανθρώπων που θεωρούνταν δυνητικές απειλές για τη γερμανική κυριαρχία στην Ανατολή 
  • τη δημιουργία δικτύων πληροφοριών
  • και τη διασφάλιση βασικών εγγράφων και εγκαταστάσεων.

Μαζική δολοφονία

Ένας Γερμανός στρατιώτης φρουρεί Σοβιετικούς αιχμάλωτους πολέμου στο στρατόπεδο Uman στην Ουκρανία.

Τα τάγματα θανάτου άρχισαν επιχειρήσεις μαζικών εκτελέσεων. Αυτές οι μαζικές εκτελέσεις στόχευαν κυρίως Εβραίους άνδρες, αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος και του σοβιετικού κράτους και Ρομά. Δημιούργησαν γκέτο και άλλες εγκαταστάσεις κράτησης για τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού Σοβιετικών Εβραίων, συχνά με τη βοήθεια προσωπικού του γερμανικού στρατού.

Στα τέλη Ιουλίου οι αντιπρόσωποι του Χάινριχ Χίμλερ (οι ανώτεροι ηγέτες των SS και της Αστυνομίας) έφτασαν στη Σοβιετική Ένωση. Τα SS και η αστυνομία, με την υποστήριξη τοπικά στρατολογημένων βοηθητικών δυνάμεων, άρχισαν να εκτελούν ολόκληρες εβραϊκές κοινότητες εκεί. Ο Χίτλερ αποφάσισε να απελάσει τους Γερμανοεβραίους στην κατεχόμενη Σοβιετική Ένωση από τις 15 Οκτωβρίου 1941. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν οι ραγδαίες εξελίξεις τόσο στο στρατιωτικό μέτωπο όσο και στη δολοφονία των Σοβιετικών Εβραίων. Η απόφαση αυτή δρομολόγησε την πολιτική που θα γινόταν γνωστή ως η «Τελική Λύση». Η «Τελική Λύση» ήταν η εξολόθρευση όχι μόνο των Εβραίων στη γερμανοκρατούμενη Ανατολή, αλλά και των Εβραίων σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στρατιωτικές επιθέσεις

Η Σοβιετική Ένωση υπέστη καταστροφικές στρατιωτικές απώλειες τις πρώτες έξι εβδομάδες μετά τη γερμανική επίθεση. Ωστόσο, η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε όπως περίμενε η ναζιστική ηγεσία και οι Γερμανοί στρατιωτικοίδιοικητές. Στα μέσα Αυγούστου 1941 η σοβιετική αντίσταση εντάθηκε. Αυτό ανέτρεψε το χρονοδιάγραμμα των Γερμανών να κερδίσουν τον πόλεμο μέχρι το φθινόπωρο του 1941. Παρ' όλα αυτά, έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις είχαν φτάσει στις πύλες της ρωσικής πόλης Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) στα βόρεια. Κατέλαβαν επίσης το Σμολένσκ, μια πόλη στη Ρωσία που βρίσκεται πάνω από 200 μίλια νοτιοδυτικά της Μόσχας, καθώς και το Ντνιπροπετρόφσκ (σημερινό Ντνίπρο), μια πόλη στην Ουκρανία που βρίσκεται πάνω από 200 μίλια νοτιοανατολικά του Κιέβου. Οι γερμανικές δυνάμεις επεκτάθηκαν στη χερσόνησο της Κριμαίας στα νότια. Έφτασαν στα περίχωρα της Μόσχας στις αρχές Δεκεμβρίου.

Μετά από μήνες εκστρατείας, ωστόσο, ο γερμανικός στρατός είχε εξαντληθεί. Αναμένοντας μια γρήγορη σοβιετική κατάρρευση, οι Γερμανοί δεν είχαν λάβει υπόψη στον σχεδιασμό τους να εξοπλίσουν τα στρατεύματά τους για χειμερινό πόλεμο. Δεν παρείχαν επαρκή τρόφιμα και φάρμακα, καθώς περίμεναν ότι το στρατιωτικό προσωπικό τους θα ζούσε από τη γη της κατακτημένης Σοβιετικής Ένωσης εις βάρος του τοπικού πληθυσμού. Κατά συνέπεια, οι γερμανικές δυνάμεις -εκτεταμένες σε 1.000 μίλια κατά μήκος του Ανατολικού Μετώπου- έγιναν ευάλωτες στη σοβιετική αντεπίθεση.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1941 η Σοβιετική Ένωση εξαπέλυσε μια μεγάλη επίθεση εναντίον του κέντρου του μετώπου. Αυτή απώθησε τους Γερμανούς μακριά από τη Μόσχα μέσα στο χάος. Χρειάστηκαν πολλές εβδομάδες μέχρι να σταθεροποιήσουν οι Γερμανοί το μέτωπο ανατολικά του Σμολένσκ. Το καλοκαίρι του 1942 η Γερμανία επανέλαβε την επίθεση με μια ευρείας κλίμακας επίθεση προς τα νότια και νοτιοανατολικά στο Στάλινγκραντ (Βόλγκογκραντ) στην περιοχή του ποταμού Βόλγα και προς τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου. Τον Σεπτέμβριο του 1942 οι Γερμανοί έφτασαν στα περίχωρα του Στάλινγκραντ και προσέγγισαν το Γκρόζνι στον Καύκασο, περίπου 120 μίλια από τις ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Αυτό σηματοδότησε την απώτατη γεωγραφική έκταση της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.