
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914–18) ήταν η πρώτη μεγάλη διεθνής σύγκρουση του εικοστού αιώνα. Το τραύμα του πολέμου διαμόρφωσε βαθιά τις στάσεις και τις ενέργειες τόσο των ηγετών όσο και των απλών ανθρώπων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Οι συνέπειες της σύγκρουσης και της διχαστικής ειρήνης εξακολουθούσαν να είναι αισθητές τις επόμενες δεκαετίες, προκαλώντας έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μια γενοκτονία που διαπράχθηκε στη σκιά του.
Σημαντικά γεγονότα
-
1
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας από τους πλέον καταστροφικούς στη σύγχρονη ιστορία. Περισσότεροι από 8,5 εκατομμύρια στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα των εχθροπραξιών. Ο αριθμός αυτός ξεπέρασε τους στρατιωτικούς θανάτους σε όλους τους πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τον 19ο αιώνα.
-
2
Επιβλήθηκαν τιμωρητικές συνθήκες στα ηττημένα έθνη (Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Τουρκία). Οι συνθήκες καθιστούσαν αυτές τις δυνάμεις, ιδιαίτερα τη Γερμανία, υπεύθυνες για την έναρξη του πολέμου και υπόλογες για τεράστιες υλικές ζημίες.
-
3
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 ανάγκασε τη Γερμανία να παραχωρήσει το 13 τοις εκατό του εδάφους της και να διαλύσει σε μεγάλο βαθμό τις ένοπλες δυνάμεις της. Πολλοί πολίτες συνέδεσαν την ταπείνωση της συνθήκης με τη δημοκρατική κυβέρνηση που αντικατέστησε τη μοναρχία στο τέλος του πολέμου.
Έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη διεθνή σύγκρουση του εικοστού αιώνα. Η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου του Στέμματος της Αυστροουγγαρίας, και της συζύγου του, της δούκισσας Σοφίας, στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914, πυροδότησε τις εχθροπραξίες. Οι μάχες άρχισαν τον Αύγουστο του 1914 και συνεχίστηκαν σε πολλές ηπείρους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Οι Σύμμαχοι και οι Κεντρικές Δυνάμεις
Οι αντίπαλες πλευρές στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι γνωστές ως οι Σύμμαχοι και οι Κεντρικές Δυνάμεις.
Σύμμαχοι:
- Βρετανία
- Γαλλία
- Σερβία
- Αυτοκρατορική Ρωσία (αναφέρεται επίσης ως Τσαρική Ρωσία)
- Ιαπωνία
- Αργότερα προσχώρησαν πολλές χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, το Σιάμ (Ταϊλάνδη) και οι Ηνωμένες Πολιτείες
Κεντρικές Δυνάμεις:
- Γερμανία
- Αυστροουγγαρία
- Αργότερα προσχώρησαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία (Τουρκία) και η Βουλγαρία
Έκταση των μαχών
Αρχικά υπήρχε ενθουσιασμός από όλες τις πλευρές και πεποίθηση για μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη. Ο ενθουσιασμός αυτός εξασθένησε καθώς ο πόλεμος έπεφτε σε τέλμα. Κατέληξε ένα αδιέξοδο από δαπανηρές μάχες και πόλεμο χαρακωμάτων, ιδίως στο ευρωπαϊκό δυτικό μέτωπο.
Το σύστημα των χαρακωμάτων και οχυρώσεων στη δυτική Ευρώπη κάλυπτε στο μεγαλύτερο μήκος του περίπου 475 μίλια. Εκτεινόταν περίπου από τη Βόρεια Θάλασσα έως τα ελβετικά σύνορα. Για τους περισσότερους Βορειοαμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους μαχητές, η εμπειρία τους από τον πόλεμο ήταν ο πόλεμος χαρακωμάτων.
Από την άλλη πλευρά, η τεράστια έκταση του ανατολικού μετώπου εμπόδισε τη διεξαγωγή πολέμου χαρακωμάτων μεγάλης κλίμακας. Η κλίμακα της σύγκρουσης εξακολουθούσε να είναι ίση με εκείνη του δυτικού μετώπου. Σφοδρές μάχες σημειώθηκαν και αλλού στην Ευρώπη: στη Βόρεια Ιταλία, τα Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Οθωμανική Τουρκία. Μάχες έλαβαν επίσης χώρα στην Αφρική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και τα νησιά του Ειρηνικού, στη θάλασσα και, για πρώτη φορά, στον αέρα.
Ο αντίκτυπος της εισόδου των ΗΠΑ στον πόλεμο και της Ρωσικής Επανάστασης
Μια αποφασιστική αλλαγή στις εχθροπραξίες επήλθε τον Απρίλιο του 1917. Επικαλούμενες την πολιτική της Γερμανίας για αντικανονικό υποβρύχιο πόλεμο και την προσπάθειά της να συμμαχήσει με το Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 6 Απριλίου 1917. Τα νέα στρατεύματα και εφόδια του Αμερικανικού Εκστρατευτικού Σώματος (AEF) υπό την ηγεσία του στρατηγού John J. Pershing, σε συνδυασμό με έναν ολοένα και πιο σφιχτό αποκλεισμό των γερμανικών λιμανιών, βοήθησαν ώστε να αλλάξει η ισορροπία των πολεμικών επιχειρήσεων τελικά προς όφελος των Συμμάχων.
Αυτό το πλεονέκτημα που κέρδισαν οι Σύμμαχοι αρχικά αντισταθμίστηκε από γεγονότα που διαδραματίζονταν στο ανατολικό μέτωπο του πολέμου. Το 1917, η Ρωσία, μία από τις κύριες δυνάμεις των Συμμάχων, συγκλονίστηκε από δύο επαναστάσεις. Η πρώτη ανέτρεψε την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Η δεύτερη έφερε τους Μπολσεβίκους στην εξουσία. Τα γεγονότα αυτά αναφέρονται συλλογικά ως Ρωσική Επανάσταση.
Το άμεσο αποτέλεσμα της Ρωσικής Επανάστασης στην ευρωπαϊκή σκηνή ήταν ένας βίαιος και διαρκής εμφύλιος πόλεμος στα πρώην ρωσικά εδάφη (1917–1922) και η απόφαση της νέας μπολσεβίκικης ηγεσίας να συνάψει ξεχωριστή ειρήνη με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Αυτό οδήγησε τελικά σε μια συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 3 Μαρτίου 1918 στο Μπρεστ-Λιτόφσκ (σήμερα Μπρεστ, Λευκορωσία). Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία (τότε υπό τον έλεγχο των Μπολσεβίκων) παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της στη Φινλανδία, την Ουκρανία, την Εσθονία και τη Λετονία. Παραιτήθηκε επίσης και από τις διεκδικήσεις της σε πολωνικά και λιθουανικά εδάφη που βρίσκονταν προηγουμένως υπό την κυριαρχία της Αυτοκρατορικής Ρωσίας.
Παράδοση των Κεντρικών Δυνάμεων
Η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ επέτρεψε στη Γερμανία να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στο δυτικό μέτωπο. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1918, είχαν προχωρήσει σε απόσταση 50 μιλίων από το Παρίσι, οδηγώντας τον Κάιζερ (Αυτοκράτορα) Γουλιέλμο Β' να διαβεβαιώσει τον γερμανικό λαό ότι η νίκη ήταν στα χέρια του. Τον Αύγουστο, ωστόσο, οι συμμαχικές δυνάμεις, ενισχυμένες πλέον με δύο εκατομμύρια Αμερικανούς στρατιώτες, σταμάτησαν τη γερμανική επίθεση και άρχισαν να απωθούν σταθερά τις γερμανικές γραμμές με κατάληξη την Επίθεση των Εκατό Ημερών.
Οι Κεντρικές Δυνάμεις άρχισαν να συνθηκολογούν, ξεκινώντας με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1918, αντίστοιχα. Στις 3 Νοεμβρίου, οι αυστροουγγρικές δυνάμεις υπέγραψαν ανακωχή στην Πάντοβα της Ιταλίας. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Γερμανίας συμβούλευσαν τον Κάιζερ να επιδιώξει η Γερμανία ανακωχή, καθώς ο πόλεμος είχε χαθεί. Στις 4 Οκτωβρίου, ο Γερμανός καγκελάριος τηλεγράφησε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Woodrow Wilson ένα αίτημα διαπραγμάτευσης της ειρήνης με τους Συμμάχους. Στις 8 Νοεμβρίου, η γερμανική κυβέρνηση έστειλε αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Matthias Erzberger στη Γαλλία για να παραλάβει και να αποδεχθεί τους όρους των Συμμάχων για τον τερματισμό του πολέμου.
Ανακωχή
Η είδηση ότι η Γερμανία ζητούσε ειρήνη προκάλεσε σοκ στον γερμανικό λαό, οδηγώντας σε δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση. Στα τέλη Οκτωβρίου, η εξέγερση των Γερμανών ναυτών στο Κίελο πυροδότησε μια εκτεταμένη εξέγερση στις παράκτιες πόλεις της Γερμανίας και στις μεγάλες δημοτικές περιοχές του Ανόβερου, της Φρανκφούρτης επί του Μάιν και του Μονάχου.1
Στις 9 Νοεμβρίου 1918, εν μέσω εκτεταμένων ταραχών, ανακοινώθηκε η παραίτηση του Κάιζερ. Την ίδια ημέρα κηρύχθηκε η Γερμανική Δημοκρατία. Δύο ημέρες αργότερα, ο Erzberger συναντήθηκε με αντιπροσωπεία των νικητριών Συμμάχων υπό τον Γάλλο στρατάρχη Ferdinand Foch, τον γενικό διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων, σε ένα βαγόνι στο δάσος της Compiègne και αποδέχθηκε τους όρους της ανακωχής. Η σκληρότητα των όρων –οι οποίοι περιλάμβαναν τη συμμαχική κατοχή της Ρηνανίας της Γερμανίας, την παράδοση ολόκληρου του γερμανικού στόλου στους Συμμάχους και τη συνέχιση του ναυτικού αποκλεισμού της Γερμανίας– προμήνυε τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Στις 11.00 το πρωί της 11ης Νοεμβρίου (11/11) 1918, έλαβαν τέλος οι μάχες στο δυτικό μέτωπο. Ο «Μεγάλος Πόλεμος», όπως τον αποκαλούσαν οι σύγχρονοί του, είχε τελειώσει. Όμως, ο εκτεταμένος αντίκτυπος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στις διεθνείς, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές σφαίρες θα αντηχούσε για δεκαετίες.
Στρατιωτικές απώλειες
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας από τους πλέον καταστροφικούς πολέμους στην ιστορία.
Περισσότεροι από 8,5 εκατομμύρια στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα των εχθροπραξιών, αριθμός που υπερβαίνει τους στρατιωτικούς θανάτους σε όλους τους πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τον 19ο αιώνα. Μολονότι είναι δύσκολο να εξακριβωθούν τα ακριβή στοιχεία των απωλειών, εκτιμάται ότι 21 εκατομμύρια άνδρες τραυματίστηκαν στις μάχες.
Οι τεράστιες απώλειες σε όλες τις πλευρές της σύγκρουσης οφείλονταν εν μέρει στην εισαγωγή νέων όπλων και στρατιωτικών τακτικών, όπως το πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς, τα τανκς, τα δηλητηριώδη αέρια και ο πόλεμος από αέρος. Οι στρατιωτικοί ηγέτες απέτυχαν επίσης να προσαρμόσουν τις τακτικές τους στην ολοένα και πιο μηχανοποιημένη φύση του πολέμου. Η πολιτική της φθοράς, ιδιαιτέρως στο δυτικό μέτωπο, στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες.
Την 1η Ιουλίου 1916 σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες απώλειες σε μία μόνο ημέρα. Την ημέρα αυτή, μόνο ο βρετανικός στρατός υπέστη στο Somme περισσότερες από 57.000 απώλειες.
Η Γερμανία και η Ρωσία υπέστησαν τον υψηλότερο αριθμό στρατιωτικών θανάτων – εκτιμάται σε 1.773.700 και 1.700.000, αντίστοιχα. Η Γαλλία έχασε το 16% των δυνάμεων που είχε επιστρατεύσει, η υψηλότερη αναλογία θνησιμότητας προς στρατεύματα που χρησιμοποιήθηκαν.
Απώλειες αμάχων
Καμία επίσημη υπηρεσία δεν τηρούσε ακριβή στοιχεία των απωλειών αμάχων κατά τα χρόνια του πολέμου, αλλά μελετητές ισχυρίζονται ότι έως και 13.000.000 άμαχοι πέθαναν ως αποτέλεσμα των εχθροπραξιών, κυρίως από πείνα, ασθένειες, στρατιωτικές ενέργειες και σφαγές. Η θνησιμότητα, τόσο για τον στρατιωτικό όσο και για τον άμαχο πληθυσμό, σημείωσε δραματική αύξηση προς το τέλος του πολέμου με το ξέσπασμα της «ισπανικής γρίπης», της φονικότερης επιδημίας γρίπης στην ιστορία.
Εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν ή εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους στην Ευρώπη και τη Μικρά Ασία ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων. Καταστροφικές ήταν και οι συνέπειες για τις περιουσίες και τα μέσα παραγωγής, ιδιαίτερα στη Γαλλία και το Βέλγιο, όπου σημειώθηκαν και οι σφοδρότερες συγκρούσεις.