Δημόσιος εξευτελισμός
Κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών του Τρίτου Ράιχ (1933-1945), αξιωματούχοι και οργανώσεις των Ναζί διέπραξαν δημόσιους εξευτελισμούς ανθρώπων στη Γερμανία και στις υπό ναζιστική κατοχή χώρες. Οι Ναζί στοχοποίησαν τους Εβραίους και άλλα θύματα που παραβίαζαν τους φυλετικούς νόμους ως υποκείμενα εξευτελισμού. Για παράδειγμα, συχνά ξύριζαν τους Εβραίους άνδρες με τη βία και επέβαλαν σωματικές τιμωρίες.
Σημαντικά γεγονότα
-
1
Τα περιστατικά εξευτελισμού πραγματοποιούνταν από απλούς πολίτες, την αστυνομία, τον στρατό και αξιωματικούς ή στρατιώτες των SS. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν όλοι στόχοι εξευτελισμού.
-
2
Τα ταπεινωτικά περιστατικά είχαν ως στόχο να φέρουν σε δύσκολη θέση τα άτομα και να δώσουν ένα μάθημα σχετικά με τη ναζιστική φυλετική ιδεολογία και εξουσία.
-
3
Ο εξευτελισμός ενσωματώθηκε στην καθημερινή ζωή υπό τους Ναζί και αποτέλεσε επίσης βασική συνιστώσα σημαντικών γεγονότων, όπως η Ένωση (Anschluss) και η Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht).
Ιστορικό και ευρύτερο πλαίσιο
Ο εξευτελισμός είναι ένα από τα πιο δυνατά ανθρώπινα συναισθήματα, που προκαλεί αισθήματα ντροπής και ταπείνωσης. Το να ταπεινώνεις κάποιον σημαίνει να παραβιάζεις την αξιοπρέπειά του αγνοώντας τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά του. Οι εξευτελισμοί που επέβαλαν οι Ναζί στους Εβραίους και σε άλλα θύματα δεν ήταν τυχαίοι, αλλά μάλλον συνυφασμένοι με το ναζιστικό πρόγραμμα ρατσιστικής καταπίεσης. Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τακτικές ταπείνωσης όχι μόνο για να εξευτελίσουν τα θύματά τους, αλλά και για να ενισχύσουν τα διδάγματα για τη φυλετική ιεραρχία στους Γερμανούς πολίτες και στους πληθυσμούς υπό ναζιστική κατοχή. Δεδομένου ότι ο εξευτελισμός ήταν δημόσιος, λειτούργησε περαιτέρω ως προειδοποίηση για όποιον παραβίαζε τον ναζιστικό φυλετικό νόμο. Επιπλέον, οι Ναζί γνώριζαν καλά πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η ταπείνωση, καθώς πολλοί Γερμανοί πολιτικοί θεωρούσαν ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με την οποία ολοκληρώθηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1919, αποτελούσε εθνική ταπείνωση για τη Γερμανία.
Ο δημόσιος εξευτελισμός υπό τους Ναζί είχε τρεις κύριες λειτουργίες.
- Η πρώτη λειτουργία ήταν η χειροτέρευση των δεινών των θυμάτων των Ναζί.
- Δεύτερον, ο δημόσιος εξευτελισμός χρησίμευσε για να υπενθυμίσει στη γερμανική κοινή γνώμη τους κινδύνους που ενείχε η εναντίωση στο Ναζιστικό Κόμμα.
- Τέλος, λειτούργησε ως ένας τρόπος να υποβαθμιστούν εμφανώς τα θύματα, προκειμένου να δημιουργηθεί σημαντική απόσταση μεταξύ των Ναζί και των θυμάτων τους. Η διαφοροποίηση των ίδιων από τα θύματά τους με αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τους Ναζί να διαπράττουν φρικτές πράξεις βίας εναντίον ανθρώπων που κατά τα άλλα ήταν ακριβώς σαν κι αυτούς.
Το 1971, η Βρετανίδα δημοσιογράφος Gitta Sereny ρώτησε τον Franz Stangl, τον διοικητή της Τρεμπλίνκα, για τον σκοπό του εξευτελισμού των θυμάτων: «Γιατί, εφόσον [οι Ναζί] θα τους σκότωναν [τα θύματα] ούτως ή άλλως, ποιος ήταν ο λόγος όλης αυτής της ταπείνωσης, γιατί τόση σκληρότητα;» Ο Stangl απάντησε: «Για να προετοιμαστούν όσοι έπρεπε να εφαρμόσουν τις πολιτικές. Για να μπορέσουν να κάνουν αυτό που έκαναν».
Ατομικοί εξευτελισμοί
Πολλοί εξευτελισμοί έλαβαν χώρα σε ατομικό επίπεδο, ξεχωρίζοντας ένα ή δύο άτομα για ταπείνωση ως μορφή τιμωρίας, συχνά για υποτιθέμενη «φυλετική βεβήλωση». Οι περιπτώσεις αυτές αφορούσαν συνήθως άτομα σε αισθηματικές σχέσεις «μικτής φυλετικής καταγωγής», όπως «Άριους» που σχετίζονταν ή παντρεύονταν «φυλετικά κατώτερους» Εβραίους ή Σλάβους.
Το 1941, αξιωματούχοι στη σημερινή Ścinawa Nyska, τότε Steindorf, στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Σιλεσία της Πολωνίας, ανακάλυψαν ένα ειδύλλιο μεταξύ Πολωνών και Γερμανών εφήβων. Η Bronia (με άγνωστο επώνυμο) ήταν μια δεκαεξάχρονη Πολωνή, καταναγκαστική εργάτρια, που εργαζόταν σε ένα αγρόκτημα στην κατεχόμενη από τους Ναζί Πολωνία. Ο Gerhard Greschok ήταν ένας δεκαεννιάχρονος Γερμανός που εργαζόταν στο ίδιο αγρόκτημα. Καθώς οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Γερμανών και Πολωνών ήταν απαγορευμένες σύμφωνα με τη φυλετική πολιτική των Ναζί, οι τοπικοί αξιωματούχοι οργάνωσαν μια δημόσια τελετουργική ταπείνωση της Bronia και του Gerhard. Οι δύο τους παρέλασαν ξυπόλητοι μέσα στην πόλη, αναγκασμένοι να φορούν ταμπέλες που έγραφαν «Είμαι πολωνικό γουρούνι» (Bronia) και «Είμαι προδότης της εθνικής κοινότητας» (Gerhard). Τους ξύρισαν τα κεφάλια και στη συνέχεια, ως τιμωρία, η Bronia στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και ο Gerhard στο ανατολικό μέτωπο του πολέμου.
Οι Εβραίοι ήταν επίσης συχνός στόχος αυτού του είδους ατομικού εξευτελισμού. Το 1933, ένας Εβραίος δικηγόρος, ο Michael Siegel, πήγε στην αστυνομία του Μονάχου για να καταθέσει αναφορά για λογαριασμό του Εβραίου πελάτη του, Max Uhlfelder. Στο αστυνομικό τμήμα, ο Siegel ξυλοκοπήθηκε από μέλη των SS. Στη συνέχεια, τα Τάγματα Θανάτου μετέφεραν με τη βία τον Siegel, ξυπόλητο και με κομμένο το παντελόνι του, στους δρόμους του Μονάχου. Ο Siegel αναγκάστηκε επίσης να φορέσει μια πινακίδα γύρω από το λαιμό του, η οποία ανέφερε ότι δεν θα παραπονεθεί ποτέ ξανά στην αστυνομία. Φωτογραφίες του Siegel ενώ τον κυνηγούσαν στους δρόμους τα Τάγματα Θανάτου έκαναν την εμφάνισή τους τότε στις αμερικανικές εφημερίδες.
ξυρίζει ο ένας τα γένια του άλλου.
Άλλες μορφές ταπείνωσης στόχευαν ειδικά στα σύμβολα της εβραϊκής ταυτότητας. Πολλοί θρησκευόμενοι Εβραίοι άνδρες άφηναν γενειάδες και φαβορίτες, τις οποίες τους έκοβαν με τη βία κατά τη διάρκεια των ταπεινώσεων. Επιπλέον, τους ξύριζαν τα κεφάλια. Άλλοι Εβραίοι αναγκάστηκαν να ποζάρουν με εβραϊκά τελετουργικά αντικείμενα, όπως ταλιτίμ και τεφίλιν, ή να βγάλουν τα παραδοσιακά «σκουφάκια» (κιπά). Μερικές φορές ο εξευτελισμός επιδεινωνόταν καθώς οι Εβραίοι εξαναγκάζονταν να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον. Για παράδειγμα, εξαναγκάζονταν να
Η Ένωση (Anschluss) και η Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht)
Η ταπείνωση ήταν επίσης βασικό στοιχείο οργανωμένων δημόσιων εκδηλώσεων όπως η Ένωση και η Νύχτα των Κρυστάλλων. Η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία σε ένα προσεκτικά σκηνοθετημένο γεγονός, γνωστό ως η Ένωση, τον Μάρτιο του 1938. Οι δημόσιοι εξευτελισμοί των εβραϊκών κοινοτήτων της Αυστρίας αποτέλεσαν βασικό στοιχείο της Ένωσης, που χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει τη δύναμη και τις προτεραιότητες του νέου καθεστώτος. Στη Βιέννη, οι Εβραίοι αναγκάζονταν να τρίβουν τους δρόμους με τα χέρια και τα γόνατά τους, ενώ οι ναζιστές αξιωματούχοι και οι γείτονες παρακολουθούσαν. Αυτό συνέβαινε και σε άλλες πόλεις και χωριά καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, μαζί με άλλους ομαδικούς εξευτελισμούς, όπως η καταναγκαστική άσκηση. Σε μια άλλη περίπτωση, οι αυστριακοί Ναζί υποχρέωσαν δύο Εβραίους να ζωγραφίσουν τον «Ιούδα» στις προσόψεις εβραϊκών επιχειρήσεων στη Βιέννη.
Ο εξευτελισμός των Εβραίων ήταν επίσης κεντρικό θέμα της Νύχτας των Κρυστάλλων, του πογκρόμ που οργάνωσε το κράτος τον Νοέμβριο του 1938. Ως επίδειξη της περιθωριοποίησης και της τρωτότητας των Εβραίων, το πογκρόμ ήταν από μόνο του ταπεινωτικό. Συναγωγές, εβραϊκές επιχειρήσεις και άλλες εβραϊκές περιουσίες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι Ναζί έμπαιναν στις εβραϊκές κατοικίες, έκλεβαν ό,τι τους άρεσε και κατέστρεφαν τα υπάρχοντά τους. Κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων, άνδρες συνελήφθησαν για να απελαθούν, αλλά πρώτα αναγκάστηκαν να παρελάσουν στους δρόμους υπό ένοπλη φρούρηση για να τους δουν οι οικογένειες και οι γείτονές τους.
Θεσμικός και συστημικός εξευτελισμός
Ο εξευτελισμός διαπότιζε το ναζιστικό κράτος και τους θεσμούς του. Σύμφωνα με τους Νόμους της Νυρεμβέργης (1935) και παρόμοιες αντισημιτικές νομοθεσίες, οι Εβραίοι αποκλείονταν συστηματικά από την καθημερινή ζωή στη Γερμανία με τρόπους που αποσκοπούσαν στην ταπείνωση και την τιμωρία. Οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να φορούν το Αστέρι του Δαβίδ στα ρούχα τους ως ένα φανερό σημάδι της διαφορετικότητας. Οι νέοι κανόνες επέβαλαν απαγόρευση κυκλοφορίας στους Εβραίους και περιόρισαν το πότε και πού μπορούσαν να ψωνίζουν και να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα παγκάκια και άλλες υποδομές δημόσιας χρήσης διαχωρίστηκαν, ενώ κάποια έφεραν την ένδειξη «Μόνο για Άριους» ή «Απαγορεύεται στους Εβραίους» και άλλα είχαν την ένδειξη «J» για τους Εβραίους.
Τα γκέτο και τα στρατόπεδα ήταν επίσης εγγενώς ταπεινωτικά. Οι συνθήκες στα γκέτο, λόγω του υπερπληθυσμού, της έλλειψης τροφής και της κακής υγιεινής, ήταν βαθιά υποβαθμισμένες. Η ζωή στο γκέτο δυσχέραινε τις κανονικές οικογενειακές δομές και διατάρασσε τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, δημιουργώντας συχνά ντροπή στους ανθρώπους που δεν ήταν πλέον σε θέση να στηρίζουν και να προστατεύουν τις οικογένειές τους όπως είχαν συνηθίσει.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενίσχυσαν την υποβάθμιση των γκέτο, εισάγοντας νέες μορφές ταπείνωσης που υπογράμμιζαν την αίσθηση αδυναμίας του ατόμου. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σχεδιάστηκαν για να απογυμνώσουν τα άτομα από την ανθρωπιά τους και να εξευτελίσουν τους κρατούμενους, πράγμα που έκαναν αποτελεσματικά. Τα κεφάλια ξυρίστηκαν, τα κανονικά ρούχα αντικαταστάθηκαν με άχαρες στολές φυλάκισης και σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αριθμοί αναγνώρισης χαράχτηκαν με τατουάζ στα σώματα. Η ιδιωτική ζωή εξαλείφθηκε, το φαγητό μειώθηκε σημαντικά και οι ευκαιρίες για υγιεινή περιορίστηκαν. Κάθε πτυχή της ζωής των κρατουμένων ελεγχόταν από κάποιον άλλον και οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου χρησιμοποιούσαν κάθε ευκαιρία για να υπενθυμίζουν στους κρατουμένους αυτόν τον έλεγχο. Οι πρακτικές αυτές δεν αποσκοπούσαν μόνο στον εξευτελισμό και την ταπείνωση των κρατουμένων, αλλά και στη δημιουργία των υποβαθμισμένων όντων που απεικονίζονταν στη γερμανική προπαγάνδα, δημιουργώντας έτσι την ίδια την απειλή που ο ναζισμός υποσχόταν να εξαλείψει.
Υποσημειώσεις
-
Footnote reference1.
Evelin Lindner. Making Enemies: Humiliation and International Conflict (Westport, CT: Praeger Security International, 2006), xiv-xv.
-
Footnote reference2.
Gitta Sereny. Into That Darkness: An Examination of Conscience (New York: Random House, 1974), 101. Αρχικό κείμενο με πλάγιους χαρακτήρες.