Τι είναι η γενοκτονία;
Η «γενοκτονία» είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο έγκλημα. Ο όρος έχει συγκεκριμένο νομικό ορισμό. Αναφέρεται σε πράξεις που διαπράττονται με απώτερο σκοπό τον μερικό ή ολικό αφανισμό, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας.
Σημαντικά γεγονότα
-
1
Η λέξη «γενοκτονία» επινοήθηκε από τον Raphael Lemkin, έναν Πολωνό Εβραίο δικηγόρο. Ο Lemkin εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο στο βιβλίο του Axis Rule in Occupied Europe (Οι δυνάμεις του Άξονα κυβερνούν στην κατεχόμενη Ευρώπη) που δημοσιεύτηκε το 1944.
-
2
Οι επικεφαλής εισαγγελείς του Διεθνούς Στρατοδικείου χρησιμοποίησαν τη λέξη «γενοκτονία» στο κατηγορητήριό τους για 24 ναζιστές ηγέτες. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά δεν ήταν καθιερωμένος νομικός όρος εκείνη την εποχή.
-
3
Η γενοκτονία αναγνωρίστηκε ως διεθνές έγκλημα το 1948.
Ο νομικός όρος «γενοκτονία» αναφέρεται σε πράξεις που διαπράττονται με απώτερο σκοπό τον μερικό ή ολικό αφανισμό, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Η γενοκτονία είναι διεθνές έγκλημα σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948). Οι πράξεις που συνιστούν γενοκτονία χωρίζονται σε πέντε κατηγορίες:
- Η δολοφονία μελών της ομάδας
- Η πρόκληση σωματικής ή διανοητικής (ψυχολογικής) βλάβης στα μέλη της ομάδας
- Η εσκεμμένη επιβολή συνθηκών ζωής στην ομάδα, οι οποίες θα οδηγήσουν με ακρίβεια στη μερική ή ολοκληρωτική φυσική καταστροφή της
- Η επιβολή μέτρων με σκοπό την αποτροπή των γεννήσεων εντός της ομάδας
- Η δια της βίας μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε μια άλλη ομάδα
Υπάρχουν και άλλα σοβαρά, βίαια εγκλήματα που δεν εμπίπτουν στον ορισμό της γενοκτονίας. Περιλαμβάνουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου, εθνοκάθαρση και μαζικές δολοφονίες.
Προέλευση του όρου «γενοκτονία»
Η λέξη «γενοκτονία» δεν υπήρχε πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για έναν ειδικό όρο που επινόησε ο Πολωνός Εβραίος δικηγόρος Raphael Lemkin (1900-1959) και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Axis Rule in Occupied Europe (Η κυριαρχία του Άξονα στην κατεχόμενη Ευρώπη) που δημοσιεύτηκε το 1944. Στο βιβλίο του, ο Lemkin περιέγραψε τις ναζιστικές πολιτικές συστηματικής δολοφονίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του αποδεκατισμού των Εβραίων της Ευρώπης. Σχημάτισε τη λέξη «genocide» συνδυάζοντας τα συνθετικά geno-, από την ελληνική λέξη «γένος», και -cide, από τη λατινική λέξη που δηλώνει δολοφονία. Ο Lemkin όρισε τη «γενοκτονία» ως «ένα συντονισμένο σχέδιο διαφορετικών ενεργειών που αποσκοπούν στην καταστροφή βασικών θεμελίων της ζωής εθνικών ομάδων, με απώτερο στόχο τον αφανισμό των ίδιων των ομάδων».
Πρώιμη χρήση του όρου «γενοκτονία»
Το 1945, το Διεθνές Στρατοδικείο (International Military Tribunal/IMT) συγκλήθηκε στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια της δίκης, 24 υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των Ναζί κατηγορήθηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, μεταξύ άλλων εγκλημάτων, όπως ορίζονται στον Χάρτη της Νυρεμβέργης.
Η λέξη «γενοκτονία» χρησιμοποιήθηκε στο κατηγορητήριο για την περιγραφή των ναζιστικών εγκλημάτων. Ωστόσο εκείνη την εποχή δεν ήταν νομικός όρος.
Η γενοκτονία ως διεθνές έγκλημα
Μετά το Ολοκαύτωμα, η λέξη «γενοκτονία» καθιερώθηκε ως νομικός όρος για να περιγράψει ένα ειδικά καθορισμένο διεθνές έγκλημα.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1948, τα Ηνωμένα Έθνη ενέκριναν μια γραπτή συμφωνία γνωστή ως Συνθήκη για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας. Η υιοθέτηση αυτής της συνθήκης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις άοκνες προσπάθειες του Raphael Lemkin. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, πάνω από 65 κράτη μέλη του ΟΗΕ την είχαν υπογράψει. Μέχρι τον Απρίλιο του 2022, 153 κράτη έχουν επικυρώσει τη συνθήκη (δηλαδή έχουν συμφωνήσει να ακολουθούν τους όρους της).
Η συνθήκη καθιέρωσε τη γενοκτονία ως διεθνές έγκλημα. Αυτό σημαίνει ότι ο νόμος κατά της διάπραξης γενοκτονίας είναι δεσμευτικός για όλα τα κράτη, ακόμη και για εκείνα που δεν έχουν επικυρώσει τη συνθήκη. Η πρόληψη της γενοκτονίας ήταν μια σημαντική υποχρέωση της συνθήκης. Παραμένει μια πρόκληση που τα κράτη, τα ιδρύματα και μεμονωμένα άτομα (ιδιώτες) συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν.