Η ρήση

«Πρώτα ήρθαν για τους σοσιαλιστές, αλλά εσιώπησα—δεν ήμουν δα σοσιαλιστής.

Μετά πήραν τους συνδικαλιστές, αλλά εσιώπησα—δεν ήμουν δα συνδικαλιστής.

Όταν πήραν τους Εβραίους, εσιώπησα—δεν ήμουν δα Εβραίος.

Όταν πήραν εμένα—δεν υπήρχε κανείς πλέον, που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.

—Μάρτιν Νίμελερ

Αυτή η ρήση αποδίδεται στον εξέχοντα Γερμανό πάστορα Μάρτιν Νίμελερ. Μερικές φορές αναφέρεται λανθασμένα ως «ποίημα». 

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Νίμελερ μίλησε ανοιχτά για τη δική του πρώιμη συνενοχή στον ναζισμό και πώς τελικά άλλαξε απόψεις. Τα δυνατά του λόγια για την ενοχή και την ευθύνη εξακολουθούν να έχουν απήχηση στις μέρες μας.

Η ρήση του Νίμελερ στο Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών

Η ρήση «Πρώτα ήρθαν για…» αποτελεί μέρος της μόνιμης έκθεσης στο Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών (USHMM) από τα εγκαίνιά του το 1993. Αρχικά, τα λόγια του Νίμελερ ήταν μέρος μιας πινακίδας κειμένου εντός της κεντρικής έκθεσης. Σήμερα, καταλαμβάνουν περίοπτη θέση στο τέλος της μόνιμης έκθεσης του USHMM. Είναι οι τελευταίες λέξεις που διαβάζουν οι επισκέπτες του Μουσείου καθώς φεύγουν, ένα κατηγορητήριο για την παθητικότητα και την αδιαφορία κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Αποτελούν επίσης μια ισχυρή υπενθύμιση για τις συνέπειες της ατομικής δράσης και της αδράνειας ευρύτερα. 

Η προέλευση της ρήσης

Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Μάρτιν Νίμελερ ήταν γνωστός για την εναντίωσή του στο ναζιστικό καθεστώς και ως πρώην θύμα δίωξης από τους Ναζί. Το 1946, πραγματοποίησε περιοδεία δίνοντας διαλέξεις στις δυτικές ζώνες της κατεχόμενης από τους Συμμάχους Γερμανίας. Ο Νίμελερ ομολόγησε δημόσια τη δική του αδράνεια και αδιαφορία για τη μοίρα πολλών από τα θύματα των Ναζί. Χρησιμοποίησε φράσεις όπως «Εσιώπησα…» ή «προτιμήσαμε να σιωπήσουμε». Εξήγησε ότι τα πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος είχε μείνει σιωπηλός όταν οι Ναζί καταδίωκαν άλλους Γερμανούς. Πολλά από τα πρώτα θύματα του ναζιστικού καθεστώτος ήταν μέλη αριστερών πολιτικών κινημάτων, στα οποία ο Νίμελερ (ο οποίος ήταν συντηρητικός) αντιτάχθηκε σθεναρά.  

Ωστόσο η ναζιστική δίωξη επεκτάθηκε γρήγορα σε διάφορους άλλους ανθρώπους και ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Νίμελερ. Οι περισσότεροι Γερμανοί δεν αντιτάχθηκαν στις ενέργειες των Ναζί. Είτε υποστήριξαν το καθεστώς είτε προτίμησαν να αγνοήσουν τα δεινά των συμπολιτών τους.

Ο Νίμελερ πίστευε ότι μετά τον πόλεμο πολλοί Γερμανοί ήταν απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τη συνενοχή τους στον ναζισμό. Στις διαλέξεις του, καυτηρίαζε το γεγονός ότι οι Γερμανοί σε προσωπικό επίπεδο δεν δέχτηκαν την ευθύνη για τον ναζισμό, τις γερμανικές θηριωδίες στις κατεχόμενες από τη Γερμανία χώρες και το Ολοκαύτωμα. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Γερμανοί μεταβίβαζαν την προσωπική τους ευθύνη στους γείτονές τους, τους ανωτέρους τους ή σε ναζιστικές οργανώσεις, όπως η Γκεστάπο

Έτσι ο Νίμελερ θεωρούσε τους Γερμανούς συμπατριώτες του ως το κύριο ακροατήριο της ομολογίας του. Ήθελε τα λόγια του να χρησιμεύσουν ως πρότυπο για το πώς να αποδεχτεί κανείς την προσωπική του ευθύνη για τη συνενοχή με το ναζιστικό καθεστώς. 

Γιατί υπάρχουν διάφορες εκδοχές της ρήσης του Νίμελερ;

Υπάρχουν πολλαπλές εκδοχές της ρήσης «Πρώτα ήρθαν για…» επειδή ο Νίμελερ συχνά αυτοσχεδίαζε στις διαλέξεις του και άλλαζε τη λίστα των θυμάτων από διάλεξη σε διάλεξη. Σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικούς συνδυασμούς, ο Νίμελερ αναφερόταν στους κομμουνιστές, τους σοσιαλιστές, τους συνδικαλιστές, τους Εβραίους, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και τα άτομα με νοητικές και σωματικές αναπηρίες. 

Ορισμένες έντυπες εκδόσεις της ρήσης περιλαμβάνουν τους Προτεστάντες και τους Καθολικούς.1 Ωστόσο, ο Νίμελερ δεν θα είχε συμπεριλάβει τους Προτεστάντες στη ρήση. Δεν είχε σιωπήσει όταν οι Προτεστάντες κληρικοί παρενοχλήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Σε αντίθεση με τα μέλη των αριστερών πολιτικών κινημάτων, οι Προτεστάντες κληρικοί ήταν Γερμανοί με τους οποίους ο Νίμελερ ταυτιζόταν και τους συμμεριζόταν. Είναι απίθανο ο Νίμελερ να είχε συμπεριλάβει τους Καθολικούς στη λίστα. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Ναζί δεν είχαν στοχοποιήσει τους Καθολικούς με συνεχείς διώξεις παρά μόνο μετά τη σύλληψή του το 1937. Ωστόσο, στις διαλέξεις του, ο Νίμελερ επέστησε την προσοχή στην αντίσταση μεμονωμένων κληρικών και λαϊκών από αυτά τα δόγματα. 

Ανεξάρτητα από το ποια ήταν τα ακριβή του λόγια, το μήνυμα του Νίμελερ παρέμεινε διαχρονικά σταθερό. Κατέδειξε ότι με τη σιωπή, την αδιαφορία και την αδράνεια, οι Γερμανοί ήταν συνένοχοι στη φυλάκιση, τη δίωξη και τη δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων από τους Ναζί. Ένιωθε ότι η σιωπή των ηγετών της Προτεσταντικής Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης της δικής του, ήταν ιδιαίτερα εξωφρενική, επειδή βρίσκονταν σε θέσεις ηθικής εξουσίας. 

Σήμερα, η ρήση έχει εισέλθει στον δημόσιο διάλογο, ακόμη και στη λαϊκή κουλτούρα. Αναφέρεται ποικιλοτρόπως ως ποίημα, εξομολόγηση ή αφορισμός. Η ρήση προσαρμόζεται επίσης συχνά και ξαναγράφεται ως πολιτικό εργαλείο, συχνά κατά τρόπο που δεν συνάδει πάντα με τις αρχικές προθέσεις του Νίμελερ. 

Ποιος ήταν ο Μάρτιν Νίμελερ;

Ο Μάρτιν Νίμελερ γεννήθηκε στη Γερμανική Αυτοκρατορία στις 14 Ιανουαρίου 1892. Σε ηλικία 21 ετών ξεκίνησε την καριέρα του στο Αυτοκρατορικό Γερμανικό Ναυτικό ως αξιωματικός. Κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου (1914–1918), ο Νίμελερ υπηρέτησε ως αξιωματικός σε U-Boat (υποβρύχιο). Για τον ρόλο του στη βύθιση συμμαχικών πλοίων κέρδισε τον Σιδηρούν Σταυρό A' Τάξης το 1917.

Ο Νίμελερ ήταν ένθερμος εθνικιστής και αντικομμουνιστής. Ήταν συντετριμμένος από την ήττα της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Αντιτάχθηκε επίσης σθεναρά στη νέα μεταπολεμική γερμανική κυβέρνηση, γνωστή ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918–1933). Απρόθυμος να υπηρετήσει τη νέα κυβέρνηση, ο Νίμελερ παραιτήθηκε από το Ναυτικό το 1919. 

Το 1920 άρχισε την ιερατική του εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ. Χειροτονήθηκε Λουθηρανός πάστορας το 1924. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, συμμετείχε σε δεξιά και αντισημιτικά πολιτικά κόμματα και οργανώσεις.

Πώς αντέδρασε ο Νίμελερ στο ναζιστικό καθεστώς;

Ακολουθώντας τις δεξιές, αντισημιτικές πεποιθήσεις του, ο Νίμελερ υποδέχτηκε με ενθουσιασμό το Τρίτο Ράιχ το 1933. Ψήφισε υπέρ του Ναζιστικού Κόμματος τον Μάρτιο του ίδιου έτους. 

Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του Νίμελερ για τη νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ γρήγορα ξέφτισε όταν το ναζιστικό καθεστώς άρχισε να παρεμβαίνει στην εκκλησιαστική πολιτική. Το 1933 ο Χίτλερ υποστήριξε τους Γερμανούς χριστιανούς (Deutsche Christen), μια ριζοσπαστική παράταξη στους κόλπους των προτεσταντικών εκκλησιών. Αυτή η παράταξη επιδίωκε τη συγχώνευση του ναζισμού και του χριστιανισμού. Οι Γερμανοί χριστιανοί απεικόνιζαν τον Ιησού ως Άρειο και όχι ως Εβραίο. Προσπάθησαν επίσης να αλλάξουν ή να απορρίψουν εδάφια της Βίβλου. Στόχος τους ήταν να αφαιρέσουν ό,τι θεωρούσαν «εβραϊκά στοιχεία» στον Χριστιανισμό. Αυτό περιελάμβανε την απομάκρυνση των ιερέων εβραϊκής καταγωγής από τις θέσεις τους στην προτεσταντική εκκλησία. Ο Νίμελερ ηγήθηκε της αντίδρασης στους Γερμανούς χριστιανούς και την εκκλησιαστική πολιτική του Χίτλερ.

Η στάση του Νίμελερ απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς άλλαξε περαιτέρω τον Ιανουάριο του 1934, μετά από μια συνάντηση με τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Νίμελερ και άλλοι εξέχοντες Προτεστάντες εκκλησιαστικοί ηγέτες συναντήθηκαν με τον Χίτλερ για να συζητήσουν τη σχέση μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Σε αυτή τη συνάντηση, κατέστη σαφές ότι είχε γίνει επισύνδεση στο τηλέφωνο του Νίμελερ από την Γκεστάπο (τη γερμανική μυστική αστυνομία) και ότι η Pfarrernotbund, η οργάνωση παστόρων που είχε ιδρύσει ο Νίμελερ το 1933, βρισκόταν υπό στενή κρατική παρακολούθηση. Με την εχθρότητά του, ο Χίτλερ κατέστησε σαφές στον Νίμελερ ότι η Προτεσταντική Εκκλησία και το Ναζιστικό Κράτος δεν θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν, εκτός εάν οι Προτεστάντες ήταν πρόθυμοι να συμβιβάσουν την πίστη τους. Ο Νίμελερ δεν ήταν διατεθειμένος να το πράξει. 

Ως αποτέλεσμα, ο Νίμελερ επέκρινε ευθαρσώς τη ναζιστική εκκλησιαστική πολιτική. Την 1η Ιουλίου 1937, η Γκεστάπο συνέλαβε τον Νίμελερ και τον φυλάκισε ως πολιτικό κρατούμενο για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες έκαναν διεθνείς εκκλήσεις για την απελευθέρωσή του. Ωστόσο, ο Νίμελερ ελευθερώθηκε μόλις τον Μάιο του 1945, όταν οι Σύμμαχοι νίκησαν τη Ναζιστική Γερμανία.

Μια διαχρονική αλλά αμφιλεγόμενη κληρονομιά

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η εξέχουσα θέση του Νίμελερ ως αντιπολιτευόμενης φυσιογνωμίας τού έδωσε διεθνές κύρος. Αποτέλεσε συχνά επίκεντρο αντιπαράθεσης εξαιτίας των απόψεων που εξέφραζε ευθαρσώς. Για παράδειγμα, αντιτάχθηκε στις μεταπολεμικές πολιτικές αποναζιστοποίησης των Συμμαχικών δυνάμεων. Πίστευε ότι αυτές οι πολιτικές προκαλούσαν περισσότερο κακό παρά καλό. Αρνήθηκε επίσης να συμπαραταχθεί κατηγορηματικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Ψυχρό Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι από τους επικριτές του τον αποκάλεσαν κομμουνιστή.

Παρά αυτές τις διαμάχες, ο Νίμελερ παραμένει ένας από τους πιο εξέχοντες Γερμανούς που αναγνώρισε δημόσια τα ηθικά του παραπτώματα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής, καθώς και εκείνα του έθνους και της εκκλησίας του. Συνέχισε να μιλά δημόσια για τη σχέση μεταξύ της αδράνειας και της ευθύνης των Γερμανών για τη δίωξη και τη δολοφονία των Εβραίων στο Ολοκαύτωμα.