Η Γκεστάπο: Μια επισκόπηση
Η Γκεστάπο ήταν η διαβόητη πολιτική αστυνομική δύναμη της ναζιστικής Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής, η δράση της Γκεστάπο επεκτάθηκε και άλλαξε. Οι ομάδες που στοχοποιούσε η Γκεστάπο άλλαζαν ανάλογα με την πολιτική και τις προτεραιότητες του καθεστώτος. Ένα πράγμα παρέμενε σταθερό: Η Γκεστάπο ήταν ένα αξιόπιστο βάναυσο όργανο του καθεστώτος που εξέφραζε και εκτελούσε τα πιο ακραία ένστικτα του ναζισμού.
Σημαντικά γεγονότα
-
1
Ως πολιτική αστυνομική δύναμη της ναζιστικής Γερμανίας, η Γκεστάπο ήταν υπεύθυνη για την προστασία του καθεστώτος από τους υποτιθέμενους φυλετικούς και πολιτικούς εχθρούς του.
-
2
Η Γκεστάπο χρησιμοποιούσε πληροφοριοδότες, προέβαινε σε παρακολουθήσεις, έρευνες σε σπίτια και βάναυσες μεθόδους ανάκρισης, συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων, για να διεξάγει τις έρευνές της.
-
3
Μία από τις κυριότερες αρμοδιότητες της Γκεστάπο ήταν ο συντονισμός της απέλασης των Εβραίων σε γκέτο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, τόπους εκτέλεσης και κέντρα εξόντωσης.
Η Γκεστάπο ήταν η πολιτική αστυνομική δύναμη του ναζιστικού κράτους.
Η ονομασία Γκεστάπο είναι συντομογραφία της επίσημης γερμανικής ονομασίας «Geheime Staatspolizei». Η κατά λέξη μετάφραση είναι «Μυστική Κρατική Αστυνομία».
Η Γκεστάπο δεν ήταν η πρώτη πολιτική αστυνομική δύναμη στην ιστορία της Γερμανίας. Η Γερμανία, όπως πολλές χώρες στην Ευρώπη, είχε μακρά ιστορία στην αστυνόμευση των πολιτών.
Η πολιτική αστυνόμευση είναι ένας συγκεκριμένος τύπος αστυνόμευσης. Στόχος της είναι η διατήρηση του πολιτικού κατεστημένου. Οι δυνάμεις της πολιτικής αστυνομίας προστατεύουν ένα κράτος ή μια κυβέρνηση από ανατροπή, σαμποτάζ ή πραξικόπημα. Χρησιμοποιούν μεθόδους παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών για να εντοπίζουν εγχώριες απειλές εναντίον της κυβέρνησης. Η πολιτική αστυνομία αναφέρεται μερικές φορές ως «μυστική αστυνομία». Τα απολυταρχικά καθεστώτα, όπως το ναζιστικό καθεστώς, συχνά βασίζονται στις υπηρεσίες των δυνάμεων αυτών για να διατηρήσουν και να προστατεύσουν την εξουσία τους.
Η Γκεστάπο ως σύμβολο της ναζιστικής βαρβαρότητας
Η Γκεστάπο έγινε διαβόητη για τη βαρβαρότητά της. Σήμερα, ο θεσμός και οι πολιτικοί αστυνομικοί της Γκεστάπο είναι σύμβολα της απολυταρχικής αστυνόμευσης.
Η λέξη «Γκεστάπο» χρησιμοποιείται συχνά εσφαλμένα ως όρος-ομπρέλα για πολλές ομάδες δράσης των Ναζί. Στην πραγματικότητα, η Γκεστάπο ήταν απλώς μία από τις πολλές αστυνομικές δυνάμεις που διέπρατταν ναζιστικά εγκλήματα. Και άλλες γερμανικές αστυνομικές δυνάμεις υπήρξαν επίσης αυτουργοί του Ολοκαυτώματος. Σε αυτές περιλαμβάνονταν η εγκληματολογική αστυνομία (Kripo) και η ένστολη Αστυνομία Τάξης.
Η Γκεστάπο έγινε δικαιολογημένα διαβόητη. Οι αστυνομικοί της Γκεστάπο χρησιμοποιούσαν βασανιστήρια και βία στις ανακρίσεις. Συντόνιζαν την απέλαση των Εβραίων προς τον τόπο θανάτου τους. Και κατέστειλαν με αγριότητα τα αντιστασιακά κινήματα στη Γερμανία και στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
Πολιτική αστυνόμευση στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Πριν οι Ναζί ανέβουν στην εξουσία το 1933, η Γερμανία ήταν μια δημοκρατία που αποκαλούταν Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Η χώρα ήταν μια ομοσπονδία αποτελούμενη από κρατίδια. Αυτά τα κρατίδια περιλάμβαναν την Πρωσία, τη Βαυαρία και τη Σαξονία. Τα περισσότερα από αυτά τα κρατίδια είχαν τις δικές τους δυνάμεις πολιτικής αστυνομίας.
Το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εξασφάλιζε ατομικά δικαιώματα και νομική προστασία. Αυτά περιλάμβαναν: την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία του Τύπου και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Οι δυνάμεις της πολιτικής αστυνομίας έπρεπε να σέβονται αυτά τα δικαιώματα. Το σύνταγμα τις εμπόδιζε να προβούν σε αυθαίρετες αστυνομικές ενέργειες . Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικοί αστυνομικοί ήταν ενεργοί κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Συγκεκριμένα, η πολιτική αστυνομία εστίαζε στον περιορισμό της πολιτικής βίας μεταξύ των αντιδημοκρατικών κινημάτων της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς. Αυτό περιλάμβανε την αστυνόμευση του Ναζιστικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και τα δύο κόμματα γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή στη Γερμανία από το 1930. Τα επόμενα τρία χρόνια η πολιτική αστυνομία της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αγωνιζόταν να ανταποκριθεί σε αυτά τα συχνά βίαια μαζικά κινήματα.
Ναζιστικοποίηση της πολιτικής αστυνομίας
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος της Γερμανίας. Ο Χίτλερ και άλλοι ηγέτες των Ναζί σχεδίαζαν την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας. Σχεδίαζαν, επίσης, να εξαλείψουν κάθε πολιτικό αντίπαλο. Το νέο ναζιστικό καθεστώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει την πολιτική αστυνομία της Γερμανίας για να πετύχει αυτούς τους στόχους. Ωστόσο, υπήρχαν κάποια εμπόδια που έπρεπε να ξεπεραστούν.
Εμπόδια στη ναζιστικοποίηση της πολιτικής αστυνομίας
Αρχικά, υπήρχαν δύο βασικά εμπόδια:
- Πρώτον, το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εξακολουθούσε να ισχύει. Περιλάμβανε τη νομική προστασία ενάντια σε αυθαίρετες αστυνομικές ενέργειες.
- Δεύτερον, οι δυνάμεις της πολιτικής αστυνομίας της Γερμανίας ήταν αποκεντρωμένες. Εξακολουθούσαν να υπάγονται σε διάφορες κρατικές και τοπικές κυβερνήσεις. Η αστυνομία δε λογοδοτούσε στον Χίτλερ ως καγκελάριο.
Αυτά τα δύο εμπόδια περιόριζαν τον τρόπο με το οποίο ο Χίτλερ και το ναζιστικό καθεστώς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν νόμιμα την πολιτική αστυνομία. Για παράδειγμα, τις πρώτες εβδομάδες του ναζιστικού καθεστώτος, οι Ναζί δεν μπορούσαν απλώς να διατάξουν την πολιτική αστυνομία να συλλάβει κομμουνιστές χωρίς κάποια νομική βάση. Αλλά αυτό άλλαξε γρήγορα.
Υπέρβαση νομικών εμποδίων
Από τον Φεβρουάριο του 1933 το ναζιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε έκτακτα διατάγματα για να μεταμορφώσει τη Γερμανία. Αυτά τα διατάγματα απελευθέρωσαν την πολιτική αστυνομία από τους νομικούς και συνταγματικούς περιορισμούς. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν το «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ» (γερμανικό κοινοβούλιο). Εκδόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1933. Αυτό το διάταγμα ανέστειλε τα ατομικά δικαιώματα και τις νομικές προστασίες, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Αυτό διευκόλυνε την αστυνομία να ερευνά, να ανακρίνει και να συλλαμβάνει πολιτικούς αντιπάλους. Η αστυνομία μπορούσε πλέον να διαβάζει την ιδιωτική αλληλογραφία, να ακούει κρυφά τις τηλεφωνικές κλήσεις και να ερευνά σπίτια χωρίς ένταλμα.
Η δημιουργία της Γκεστάπο
Το ναζιστικό καθεστώς ήθελε να δημιουργήσει μια κεντρική πολιτική αστυνομική δύναμη που θα λογοδοτούσε απευθείας στη ναζιστική ηγεσία. Για να το κάνει αυτό, έπρεπε να μεταρρυθμίσει το υφιστάμενο αποκεντρωμένο αστυνομικό σύστημα. Αυτή η διαδικασία πήρε πολλά χρόνια. Περιλάμβανε τη ναζιστικοποίηση ολόκληρου του αστυνομικού συστήματος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η πολιτική αστυνομία εξακολουθούσε να συνδέεται με τις τοπικές κυβερνήσεις. Συνεπώς, ήταν το αντικείμενο των τοπικών διαμαχών για την εξουσία. Μέχρι το τέλος του 1936 το ναζιστικό καθεστώς είχε δημιουργήσει μια ισχυρή, κεντρική πολιτική αστυνομική δύναμη υπό τον έλεγχο του επικεφαλής των SS, Χάινριχ Χίμλερ. Αυτή η πολιτική αστυνομική δύναμη ήταν η Γκεστάπο.
Η θέση της Γκεστάπο ενισχύθηκε περαιτέρω το καλοκαίρι του 1936. Την περίοδο εκείνη ενώθηκε με την εγκληματολογική αστυνομία (Kripo). Μαζί δημιούργησαν μια νέα οργάνωση που ονομάστηκε Αστυνομία Ασφαλείας (SiPo). Ο αναπληρωτής του Χίμλερ, Ράινχαρντ Χάιντριχ, ήταν επικεφαλής των Αστυνομικών Δυνάμεων Ασφαλείας. Ο Χάιντριχ ήταν επίσης επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών των SS (Sicherheitsdienst ή Υπηρεσία Ασφαλείας). Αυτό το γραφείο συχνά αναφερόταν με τη γερμανική συντομογραφία «SD».
Τον Σεπτέμβριο του 1939, οι Αστυνομικές Δυνάμεις Ασφαλείας ενώθηκαν επίσημα με την υπηρεσία πληροφοριών των SS (SD). Η ένωσή τους οδήγησε στη σύσταση ενός νέου γραφείου που ονομάστηκε Κεντρικό Γραφείο Ασφάλειας του Ράιχ (RSHA). Η Γκεστάπο έγινε το Γραφείο IV του RSHA. Ακόμα, όμως, αναφέρονταν σε αυτήν ως Γκεστάπο.
Ποιος δούλευε για την Γκεστάπο;
Η Γκεστάπο ήταν στελεχωμένη από αστυνομικούς με πολιτικά, που συχνά αποκαλούνταν πράκτορες της Γκεστάπο. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν λάβει επαγγελματική εκπαίδευση. Συνήθως είχαν εργαστεί ως ντετέκτιβ ή πολιτικοί αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Για παράδειγμα, ο Χάινριχ Μίλερ εργαζόταν για την αστυνομία του Μονάχου από το 1919. Αργότερα, το 1939, έγινε ο επικεφαλής της Γκεστάπο. Επαγγελματικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί όπως ο Μίλερ μετέφεραν εμπειρία, γνώσεις και δεξιότητες στην Γκεστάπο.
Αλλά δεν ήταν όλοι οι πράκτορες της Γκεστάπο παλιοί αστυνομικοί. Κάποιοι μπήκαν στην Γκεστάπο μέσω της υπηρεσίας πληροφοριών των SS (SD). Αυτοί οι άντρες της SD ήταν Ναζί ιδεολόγοι με ελάχιστη ή και καθόλου αστυνομική εκπαίδευση. Προσλαμβάνονταν στο πλαίσιο του σχεδίου του επικεφαλής των SS Χάινριχ Χίμλερ να μετατρέψει το αστυνομικό σύστημα σε έναν ιδεολογικά καθοδηγούμενο φορέα εξουσίας.
Η Γκεστάπο ένωσε τις γνώσεις των επαγγελματιών αστυνομικών με τον ζήλο των Ναζί ιδεολόγων.
Ποια ήταν η αποστολή της Γκεστάπο;
Η αποστολή της Γκεστάπο ήταν να «ερευνά και να καταπολεμά όλες τις απόπειρες απειλής του κράτους». Κατά την άποψη των Ναζί, οι απειλές κατά του κράτους περιλάμβαναν ένα μεγάλο εύρος συμπεριφορών. Οι συμπεριφορές αυτές περιλάμβαναν τα πάντα, από την οργανωμένη πολιτική αντιπολίτευση μέχρι τα μεμονωμένα επικριτικά σχόλια για τους Ναζί. Η κυβέρνηση όρισε ως απειλή ακόμη και το να ανήκει κάποιος σε ορισμένες κατηγορίες ή ομάδες ανθρώπων. Για να καταπολεμήσει αυτό το ευρύ φάσμα πιθανών απειλών, η ναζιστική δικτατορία έδωσε στην Γκεστάπο τεράστια εξουσία.
Ένας τρόπος με τον οποίο η Γκεστάπο εκτελούσε την αποστολή της ήταν η επιβολή των νέων ναζιστικών νόμων. Ορισμένοι από αυτούς τους νόμους όριζαν γενικώς την κριτική ενάντια στο καθεστώς ως απειλή για την ασφάλεια. Για παράδειγμα, ένας νόμος του Δεκεμβρίου του 1934 κατέστησε παράνομη την κριτική ενάντια στο Ναζιστικό Κόμμα ή στο ναζιστικό καθεστώς. Το να πει κάποιος ένα αστείο για τον Χίτλερ μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κακόβουλη επίθεση κατά του κράτους ή του κόμματος». Μπορούσε να οδηγήσει σε σύλληψη από την Γκεστάπο, σε δίκη ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, ακόμη και σε φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Αλλά η Γκεστάπο προχώρησε πολύ πιο πέρα από την παρακολούθηση μεμονωμένων συμπεριφορών. Εφάρμοσε τη ναζιστική ιδεολογία, η οποία όριζε ολόκληρες ομάδες ανθρώπων ως φυλετικούς ή πολιτικούς εχθρούς. Η συμμετοχή στο Κομμουνιστικό Κόμμα ή η εβραϊκή καταγωγή ήταν αρκετή για να καταστήσει κάποιον απειλή για το κράτος και αντικείμενο της προσοχής της Γκεστάπο.
Τη δεκαετία του 1930 η συντριπτική πλειοψηφία των Άριων Γερμανών δεν ήρθε αντιμέτωπη ούτε περίμενε να έρθει αντιμέτωπη με την Γκεστάπο. Αλλά η Γκεστάπο αποτελούσε μια συνεχή απειλή για τους πολιτικούς αντιπάλους, τους θρησκευτικούς αντιφρονούντες (συμπεριλαμβανομένων των Μαρτύρων του Ιεχωβά), τους ομοφυλόφιλους και τους Εβραίους.
Ενδυνάμωση της Γκεστάπο με την προστατευτική κράτηση
Το ναζιστικό καθεστώς έδωσε στους πράκτορες της Γκεστάπο μεγάλη εξουσία να αποφασίζουν για τη μοίρα των ανθρώπων που συλλάμβαναν.
Πιο συγκεκριμένα, η Γκεστάπο είχε την εξουσία να στέλνει ανθρώπους απευθείας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό ονομαζόταν «προστατευτική κράτηση» (Schutzhaft). Η “προστατευτική κράτηση” επέτρεπε στην Γκεστάπο να παρακάμπτει το δικαστικό σύστημα. Όσοι έμπαιναν σε προστατευτική κράτηση δεν μπορούσαν να συμβουλευτούν δικηγόρο, να ασκήσουν έφεση κατά της ποινής τους ή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους στο δικαστήριο. Η Γκεστάπο χρησιμοποιούσε, μάλιστα, την προστατευτική κράτηση για να παρακάμψει τις δικαστικές αποφάσεις σε ορισμένες περιπτώσεις. Συνήθως το έκανε όταν θεωρούσε την ποινή του δικαστηρίου πολύ επιεική.
Ως θεσμός, η Γκεστάπο δεν υπέκειτο σε νομική ή διοικητική εποπτεία. Αυτό σήμαινε ότι κανένα άλλο όργανο (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων) δεν μπορούσε να ανατρέψει τις αποφάσεις της Γκεστάπο. Η Γκεστάπο είχε την τελευταία λέξη.
Πώς λειτουργούσε η Γκεστάπο;
Η Γκεστάπο εκτελούσε την αποστολή της με έναν ακραίο τρόπο. Στη ναζιστική Γερμανία χρησιμοποιούσε συνήθεις μεθόδους αστυνομικής έρευνας. Ωστόσο, το έκανε χωρίς νομικά όρια. Ερευνούσε καταγγελίες από το κοινό. Διεξήγαγε αυθαίρετες έρευνες. Και διενεργούσε βάναυσες ανακρίσεις. Εν τέλει, οι πράκτορες της Γκεστάπο κρατούσαν τη μοίρα των συλληφθέντων στα χέρια τους.
Καταγγελίες
Μερικές φορές η Γκεστάπο ξεκινούσε έρευνες από μόνη της. Άλλες φορές, η Γκεστάπο λάμβανε υποδείξεις από το κοινό. Ένας γείτονας, γνωστός, συνάδελφος, φίλος ή συγγενής μπορούσε να ενημερώσει την Γκεστάπο ότι κάποιος συμπεριφερόταν παράνομα ή ύποπτα. Άλλες αστυνομικές δυνάμεις και ναζιστικές οργανώσεις μπορούσαν επίσης να ενημερώσουν την Γκεστάπο για ένα πιθανό έγκλημα ή μια δυνητική απειλή.
Στη ναζιστική Γερμανία τέτοιου είδους υποδείξεις αναφέρονταν ως καταγγελίες. Συχνά το κίνητρο ήταν η ιδεολογία, η πολιτική ή το προσωπικό όφελος. Οι συνέπειες για τα άτομα που καταγγέλλονταν μπορούσαν να είναι πολύ σοβαρές.
Αυθαίρετες έρευνες και παρακολουθήσεις
Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής μιας έρευνας, οι αξιωματικοί της Γκεστάπο έπαιρναν καταθέσεις από μάρτυρες, έκαναν έρευνες σε σπίτια και διαμερίσματα και πραγματοποιούσαν παρακολουθήσεις. Στη ναζιστική Γερμανία δεν υπήρχαν όρια σε αυτές τις δραστηριότητες. Η Γκεστάπο δε χρειαζόταν ένταλμα για να διαβάσει την αλληλογραφία ενός υπόπτου, να μπει σε κάποιο σπίτι ή να ακούσει τηλεφωνικές συνομιλίες.
Πολλοί φοβόντουσαν την παρακολούθηση της Γκεστάπο. Στην πραγματικότητα, η Γκεστάπο διέθετε περιορισμένο προσωπικό και χρησιμοποιούσε αυτές τις μεθόδους μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Δεν υπήρχε ευρεία παρακολούθηση του γερμανικού πληθυσμού. Γι’ αυτό οι καταγγελίες ήταν τόσο σημαντικές.
Ανακρίσεις
Η Γκεστάπο ήταν διαβόητη για τους αδίστακτους τρόπους με τους οποίους διεξήγαγε ανακρίσεις. Οι αξιωματικοί της Γκεστάπο χρησιμοποιούσαν τακτικά εκφοβισμό και ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια. Ήταν σύνηθες για τους αξιωματικούς της Γκεστάπο να ξυλοκοπούν τους κρατουμένους. Παρά τις βάναυσες μεθόδους ανάκρισης της Γκεστάπο, η ίδια δεν σκότωνε συχνά όσους συνελάμβανε. Ωστόσο, ορισμένοι πέθαιναν κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ή κατά τη διάρκεια της κράτησης από την Γκεστάπο.
Λήψη αποφάσεων για τη μοίρα των συλληφθέντων
Οι πράκτορες της Γκεστάπο είχαν την εξουσία να αποφασίζουν για τη μοίρα των ανθρώπων. Μεμονωμένοι πράκτορες μπορούσαν να επιλέξουν να είναι επιεικείς. Μπορούσαν να αφήσουν ανθρώπους ελεύθερους, να απορρίψουν υποθέσεις ή να εκδώσουν προειδοποιήσεις και πρόστιμα.
Αλλά οι πράκτορες της Γκεστάπο μπορούσαν επίσης να επιλέξουν να είναι αδίστακτοι. Μπορούσαν να κρατήσουν κάποιον στη φυλακή επ' αόριστον ή να καταδικάσουν κάποιον σε κράτηση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο μόνος έλεγχος αυτών των αποφάσεων προερχόταν από την ίδια την Γκεστάπο.
Η Γκεστάπο και οι Εβραίοι πριν τον πόλεμο
Οι Ναζί θεωρούσαν τους Εβραίους της Γερμανίας φυλετική απειλή για τον γερμανικό λαό και το ναζιστικό καθεστώς. Επομένως, η Γκεστάπο ήταν υπεύθυνη για την αστυνόμευση των Εβραίων ως μέρος της αποστολής της να υπερασπιστεί το κράτος. Αυτό γινόταν όλο και πιο σημαντικό στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930.
Τα δύο πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος, η Γκεστάπο δεν επικεντρώθηκε στην αστυνόμευση του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας. Εκείνη την εποχή, προτεραιότητα της Γκεστάπο ήταν η αστυνόμευση των πολιτικών αντιπάλων. Η Γκεστάπο συνέλαβε πράγματι μερικούς Εβραίους το 1933 και το 1934. Ωστόσο, αυτοί οι Εβραίοι κρατούνταν συνήθως επειδή ήταν κομμουνιστές ή σοσιαλδημοκράτες. Η Γκεστάπο τούς θεωρούσε πολιτικούς αντιπάλους.
Οι νόμοι της Νυρεμβέργης και η φυλετική μόλυνση
Η συμμετοχή της Γκεστάπο στα αντιεβραϊκά μέτρα άρχισε να αλλάζει με την ψήφιση των νόμων της Νυρεμβέργης το φθινόπωρο του 1935. Αυτοί οι νόμοι απαγόρευαν μελλοντικούς γάμους μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων Γερμανών (δηλαδή εκείνους που οι Ναζί θεωρούσαν «άτομα γερμανικού αίματος»). Ποινικοποίησαν, επίσης, τις εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων Γερμανών. Οι Ναζί αποκαλούσαν αυτό το έγκλημα «φυλετική μόλυνση» (Rassenschande).
Ως απάντηση στους νέους νόμους, τα γραφεία της Γκεστάπο σε όλη τη Γερμανία δημιούργησαν ειδικά Εβραϊκά Τμήματα (Judenreferate). Μία από τις αρμοδιότητές τους ήταν η διερεύνηση περιπτώσεων φυλετικής μόλυνσης.
Μετανάστευση και το «Εβραϊκό Ζήτημα»
Τα Εβραϊκά Τμήματα της Γκεστάπο παρακολουθούσαν επίσης την εβραϊκή μετανάστευση. Τη δεκαετία του 1930 το ναζιστικό κράτος θεωρούσε την εβραϊκή μετανάστευση ως τον καλύτερο τρόπο επίλυσης του «Εβραϊκού Ζητήματος» της Γερμανίας. Η Γκεστάπο προσπαθούσε να βοηθήσει στον συντονισμό και την επιτάχυνση πολλών πτυχών της διαδικασίας μετανάστευσης. Αυτός ήταν ο τρόπος της να αντιμετωπίσει την υποτιθέμενη εβραϊκή απειλή για το ναζιστικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, τα Εβραϊκά Τμήματα της Γκεστάπο εργάζονταν για να διασφαλίσουν ότι τα οικονομικά περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων θα παρέμεναν πίσω και θα μεταφέρονταν στο ναζιστικό κράτος.
Η Γκεστάπο στον πόλεμο
Τα πιο διαβόητα και θανατηφόρα εγκλήματα της Γκεστάπο έλαβαν χώρα το 1939-1945 κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Γκεστάπο εκτελούσε διάφορα καθήκοντα όχι μόνο στο εσωτερικό της ναζιστικής Γερμανίας αλλά και στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη. Αυτά τα καθήκοντα υποτίθεται ότι θα εγγυόνταν την ασφάλεια του ναζιστικού καθεστώτος. Ο πόλεμος εντατικοποίησε τον ρόλο της Γκεστάπο. Όταν οι πράκτορες της Γκεστάπο τοποθετήθηκαν στα γερμανοκρατούμενα εδάφη, συμπεριφέρθηκαν με ανεξέλεγκτα απάνθρωπο τρόπο στους τοπικούς πληθυσμούς.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Γκεστάπο:
- Έκανε έρευνες και τιμωρούσε αυστηρά τους πολίτες που υπονόμευαν τις πολεμικές επιχειρήσεις ή αμφισβητούσαν το καθεστώς.
- Έγινε μέλος των ταγμάτων θανάτου και διέπραξε μαζικές εκτελέσεις Εβραίων και άλλων.
- Αστυνόμευε τους αλλοδαπούς εργάτες που δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία και στα γερμανοκρατούμενα εδάφη.
- Κατέστελλε αντιστασιακά κινήματα στη Γερμανία και στα γερμανοκρατούμενα εδάφη.
- Οργάνωνε απελάσεις Εβραίων από όλη την Ευρώπη σε γκέτο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, τόπους εκτέλεσης και κέντρα εξόντωσης.