Η Συνθήκη των Βερσαλλιών
Μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι νικήτριες χώρες επέβαλαν μια σειρά συνθηκών στις ηττημένες δυνάμεις. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 απέδωσε ευθύνες στη Γερμανία για την έναρξη του πολέμου. Η Γερμανία όφειλε να καταβάλει το κόστος των τεράστιων υλικών ζημιών. Η ντροπή που επέφερε η ήττα και η συνθηκολόγηση του 1919 έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και στον ερχομό ενός δεύτερου «παγκόσμιου πολέμου» μόλις 20 χρόνια αργότερα.
Σημαντικά γεγονότα
-
1
Η συνθήκη απαιτούσε την αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, την απώλεια του 13% των προπολεμικών εδαφών της Γερμανίας και υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία.
-
2
Η συνθήκη περιείχε το «Άρθρο της Πολεμικής Ενοχής». Αυτό το άρθρο καθιστούσε τη Γερμανία απολύτως υπεύθυνη για την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
-
3
Οι συνέπειες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και της διχαστικής ειρήνης απηχούνταν στις επόμενες δεκαετίες, προκαλώντας τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη γενοκτονία που διαπράχθηκε με αυτή την πρόφαση.
Ιστορία: Ο αντίκτυπος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας από τους πλέον καταστροφικούς στη σύγχρονη ιστορία. Οι αντίπαλες πλευρές στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν οι Δυνάμεις της Αντάντ και οι Κεντρικές Δυνάμεις.
Σχεδόν δέκα εκατομμύρια στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Οι βαρύτατες απώλειες σε όλες τις πλευρές οφείλονταν εν μέρει στη χρήση νέων όπλων όπως τα πολυβόλα και τα χημικά όπλα. Οι στρατιωτικοί ηγέτες απέτυχαν να προσαρμόσουν τις τακτικές τους στην ολοένα και πιο μηχανοποιημένη φύση του πολέμου. Η πολιτική της φθοράς, ιδιαιτέρως στο δυτικό μέτωπο, στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες.
Καμία επίσημη υπηρεσία δεν παρακολουθούσε προσεκτικά τις απώλειες αμάχων κατά τα χρόνια του πολέμου. Οι μελετητές εκτιμούν ότι τουλάχιστον δεκατρία εκατομμύρια άμαχοι έχασαν τη ζωή τους άμεσα ή έμμεσα λόγω του πολέμου. Οι συγκρούσεις ξερίζωσαν ή εκτόπισαν εκατομμύρια ανθρώπους από τις εστίες τους στην Ευρώπη και τη Μικρά Ασία.
Καταστροφικές ήταν και οι συνέπειες για τις περιουσίες και τα μέσα παραγωγής, ιδιαίτερα στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Πολωνία και τη Σερβία όπου σημειώθηκαν και οι σφοδρότερες συγκρούσεις.
Ιστορία: Τα «14 Σημεία»
Τον Ιανουάριο του 1918, δέκα περίπου μήνες πριν από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson κατήρτισε μια λίστα με προτεινόμενους στόχους πολέμου, την οποία ονόμασε «14 Σημεία».
Οκτώ από αυτά τα σημεία αφορούσαν συγκεκριμένα εδαφικές και πολιτικές διευθετήσεις που θα ακολουθούσαν τη νίκη των Δυνάμεων της Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία). Ένα σημαντικό σημείο ήταν η ιδέα της εθνικής αυτοδιάθεσης των εθνικών πληθυσμών στην Ευρώπη. Άλλα σημεία επικεντρώθηκαν στην πρόληψη του πολέμου στο μέλλον. Η τελευταία αρχή πρότεινε τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών που θα διαιτήτευε τις διεθνείς διαφορές. Ο Wilson ευελπιστούσε ότι η πρότασή του θα έφερνε δίκαιη και διαρκή ειρήνη: μια «ειρήνη χωρίς νίκη».
Οι Γερμανοί ηγέτες υπέγραψαν ανακωχή (συμφωνία για την παύση των μαχών) στο δάσος Compiègne στις 11 Νοεμβρίου 1918. Πολλοί από αυτούς πίστευαν τότε ότι τα δεκατέσσερα σημεία θα αποτελούσαν τη βάση της μελλοντικής συνθήκης ειρήνης. Αλλά όταν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας συναντήθηκαν στο Παρίσι για να συζητήσουν τους όρους της συνθήκης, οι ευρωπαϊκές χώρες των «Τεσσάρων Μεγάλων» απέρριψαν αυτή την προσέγγιση.
Μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι νικήτριες δυτικές δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία και Ιταλία, γνωστές ως οι «Τέσσερις Μεγάλοι») επέβαλαν μια σειρά συνθηκών στις ηττημένες κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία και Τουρκία).
Θεωρώντας τη Γερμανία ως τον βασικό υπεύθυνο της σύρραξης, οι ευρωπαϊκές συμμαχικές δυνάμεις αποφάσισαν να επιβάλουν σκληρούς όρους στην ηττημένη Γερμανία. Η συνθήκη παρουσιάστηκε στη γερμανική αντιπροσωπεία προς υπογραφή στις 7 Μαΐου 1919 στο Παλάτι των Βερσαλλιών κοντά στο Παρίσι. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών καθιστούσε τη Γερμανία υπεύθυνη για την έναρξη του πολέμου και τις τεράστιες υλικές ζημίες.
Διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών
Η Γερμανία έχασε το 13% της επικράτειάς της και το 10% του πληθυσμού της. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε στη Γερμανία τα εξής:
- να παραχωρήσει τις περιοχές Eupen και Malmedy στο Βέλγιο
- να παραχωρήσει την περιφέρεια Hultschin στην Τσεχοσλοβακία
- να παραχωρήσει το Poznan, τη Δυτική Πρωσία και την Άνω Σιλεσία στην Πολωνία
- να επιστρέψει την Αλσατία και τη Λωραίνη στη Γαλλία, οι οποίες είχαν προσαρτηθεί στη Γερμανία το 1871 μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο.
Η συνθήκη προέβλεπε:
- την αποστρατιωτικοποίηση και κατοχή της Ρηνανίας
- ειδικό καθεστώς για το Saarland υπό γαλλικό έλεγχο
- δημοψηφίσματα για τον καθορισμό του μέλλοντος των περιοχών του βόρειου Schleswig στα σύνορα Δανίας-Γερμανίας και τμημάτων της Άνω Σιλεσίας στα σύνορα με την Πολωνία.
Επιπλέον, όλες οι γερμανικές υπερπόντιες αποικίες αφαιρέθηκαν από τον έλεγχο της Γερμανίας κατ᾽ εντολήν της Κοινωνίας των Εθνών. Η πόλη του Danzig (σήμερα Gdansk), με μεγάλο γερμανικό πληθυσμό, έγινε Ελεύθερη Πόλη.
Ίσως το πιο ταπεινωτικό τμήμα της συνθήκης για την ηττημένη Γερμανία ήταν το άρθρο 231, ευρέως γνωστό ως το «Άρθρο της Πολεμικής Ενοχής». Αυτό το άρθρο υποχρέωνε το γερμανικό έθνος να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Georges Clemenceau, επέμεινε ιδιαιτέρως στην επιβολή υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων. Αν και γνώριζαν ότι η Γερμανία πιθανότατα δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει τέτοιο υπέρογκο χρέος, ο Clemenceau και οι Γάλλοι φοβούνταν πολύ ότι η Γερμανία θα ανέκαμπτε γρήγορα και θα ξεκινούσε έναν νέο πόλεμο εναντίον της Γαλλίας.
Οι Γάλλοι επιδίωξαν να περιορίσουν τις δυνατότητες της Γερμανίας να ανακτήσει την οικονομική της υπεροχή και να επανεξοπλιστεί. Ο γερμανικός στρατός θα περιοριζόταν σε 100.000 άνδρες. Η επιστράτευση απαγορεύτηκε. Η συνθήκη περιόριζε το Ναυτικό σε σκάφη κάτω των 10.000 τόνων και απαγορευόταν η απόκτηση ή διατήρηση υποβρύχιου στόλου. Απαγορεύτηκε στη Γερμανία να διαθέτει εναέριες δυνάμεις.
Τέλος, η Γερμανία υποχρεώθηκε να διεξάγει δίκες για εγκλήματα πολέμου εναντίον του Κάιζερ και άλλων ηγετών για διεξαγωγή επιθετικού πολέμου. Οι επακόλουθες Δίκες της Λειψίας, χωρίς τον Κάιζερ και άλλους σημαντικούς εθνικούς ηγέτες στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κατέληξαν σε μεγάλο βαθμό σε αθωώσεις. Θεωρήθηκαν ευρέως ως απάτη, ακόμη και στη Γερμανία.
Ο αντίκτυπος της Συνθήκης
Οι σκληροί όροι της συνθήκης ειρήνης δεν συνέβαλαν τελικά στη διευθέτηση των διεθνών διαφορών που είχαν προκαλέσει τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα, η συνθήκη εμπόδισε τη διευρωπαϊκή συνεργασία και επιδείνωσε τα βαθύτερα ζητήματα που είχαν προκαλέσει τον πόλεμο.
Για τους πληθυσμούς των ηττημένων δυνάμεων -Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία και Βουλγαρία- οι συνθήκες ειρήνης φάνηκαν σαν άδικη τιμωρία. Οι κυβερνήσεις τους κατέφυγαν γρήγορα στην παραβίαση των στρατιωτικών και οικονομικών όρων των συνθηκών. Αυτό συνέβαινε είτε οι κυβερνήσεις ήταν δημοκρατικές, όπως στη Γερμανία ή την Αυστρία, είτε αυταρχικές, όπως στην περίπτωση της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Οι προσπάθειες αναθεώρησης και αψήφισης των διατάξεων της ειρήνης αποτέλεσαν βασικό στοιχείο των εξωτερικών πολιτικών τους και έγιναν στοιχεία αποσταθεροποίησης του διεθνούς πολιτικού γίγνεσθαι.
Μια «υπαγορευμένη ειρήνη»;
Η νεοσυσταθείσα γερμανική δημοκρατική κυβέρνηση θεώρησε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως «υπαγορευμένη ειρήνη» (Diktat). Το άρθρο της πολεμικής ενοχής, οι υπέρογκες αποζημιώσεις και οι περιορισμοί στον γερμανικό στρατό θεωρήθηκαν ιδιαίτερα καταπιεστικοί από τους περισσότερους Γερμανούς. Για πολλούς Γερμανούς, η συνθήκη φαινόταν να έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο από τα 14 Σημεία του Wilson, το οποίο ζητούσε διαφάνεια στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και τη διπλωματία. Η αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών αποτέλεσε μία από τις πλατφόρμες που προσέδωσε στα ακροδεξιά κόμματα της Γερμανίας μεγάλη αξιοπιστία στα μάτια του κυρίαρχου ρεύματος των ψηφοφόρων στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Μεταξύ αυτών των κομμάτων ήταν και το Ναζιστικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ.
Οι υποσχέσεις για επανεξοπλισμό, διεκδίκηση των γερμανικών εδαφών, επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας και ανάκτηση της εξέχουσας θέσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο μετά την ταπεινωτική ήττα και την ειρήνη πυροδότησαν το υπερεθνικιστικό αίσθημα. Οι υποσχέσεις αυτές συνετέλεσαν ώστε οι μέσοι ψηφοφόροι να αγνοούν τις πιο ακραίες αρχές της ναζιστικής ιδεολογίας.
Οι αποζημιώσεις και μια γενικευμένη περίοδος πληθωρισμού στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1920 προκάλεσαν βαθμιαία αυξανόμενο υπερπληθωρισμό του γερμανικού Reichsmark (μάρκο του Ράιχ) μέχρι το 1923. Αυτή η υπερπληθωριστική περίοδος σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης (που ξεκίνησε το 1929) υπονόμευσαν τη σταθερότητα της γερμανικής οικονομίας. Οι συνθήκες αυτές εξανέμισαν τις προσωπικές αποταμιεύσεις της μεσαίας τάξης και οδήγησαν σε μαζική ανεργία. Αυτό το οικονομικό χάος συνέβαλε στην κοινωνική αναταραχή και στην αστάθεια της εύθραυστης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ο μύθος του πισώπλατου μαχαιρώματος
Τέλος, οι προσπάθειες των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων να περιθωριοποιήσουν τη Γερμανία μέσω της Συνθήκης των Βερσαλλιών υπονόμευσαν και απομόνωσαν τους Γερμανούς δημοκρατικούς ηγέτες.
Κάποιοι από τον γενικό πληθυσμό πίστευαν ότι η Γερμανία «είχε δεχτεί πισώπλατο μαχαίρωμα» από τους «εγκληματίες του Νοέμβρη», αυτούς που είχαν συμβάλει στον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης της Βαϊμάρης και στη διαπραγμάτευση της ειρήνης. Πολλοί Γερμανοί «ξέχασαν» ότι είχαν επικροτήσει την πτώση του Κάιζερ, είχαν αρχικά υποδεχτεί εγκάρδια την κοινοβουλευτική δημοκρατική μεταρρύθμιση και είχαν γιορτάσει την εκεχειρία. Θυμούνταν μόνο ότι οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές και Εβραίοι, κατά κοινή πεποίθηση, παρέδωσαν την τιμή της Γερμανίας σε μια ατιμωτική ειρήνη.
Αυτός ο μύθος του πισώπλατου μαχαιρώματος συνέβαλε στην απαξίωση των γερμανικών σοσιαλιστικών και φιλελεύθερων κύκλων που ήταν πιο αφοσιωμένοι στο εύθραυστο δημοκρατικό πείραμα της Γερμανίας. Οι δυσκολίες που προκλήθηκαν από την κοινωνική και οικονομική αναταραχή μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την ειρήνη υπονόμευσαν τις δημοκρατικές λύσεις στη Γερμανία της Βαϊμάρης.
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι βρήκαν τελικά αυτό το πρότυπο ηγεσίας στον Αδόλφο Χίτλερ και το Ναζιστικό Κόμμα.