Ο ρόλος των επιχειρηματικών ελίτ
Οι διώξεις των Εβραίων και άλλων ομάδων δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα μέτρων που προήλθαν από τον Χίτλερ και άλλους ζηλωτές των Ναζί. Οι ναζιστές ηγέτες χρειάζονταν την έμπρακτη βοήθεια ή τη συνεργασία επαγγελματιών που εργάζονταν σε διάφορους τομείς, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν Ναζί εκ πεποιθήσεως. Μεταξύ αυτών των επαγγελματιών υπήρχαν και ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου.
Οι επιχειρηματικοί ηγέτες, επικεντρωμένοι στα κέρδη και κυρίως στην επιβίωση των επιχειρήσεών τους, ήταν συνένοχοι στη δίωξη των Εβραίων, βοηθώντας ενεργά ή διευκολύνοντας την απόλυση Εβραίων διευθυντικών στελεχών και υπαλλήλων και στην «αρειανοποίηση» των επιχειρήσεων εβραϊκής ιδιοκτησίας και στη χρήση εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Οι επικεφαλής τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και άλλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων συμμετείχαν στους διωγμούς των Εβραίων. Πολλοί από αυτούς διαδραμάτισαν ρόλο στην «αρειανοποίηση» της γερμανικής οικονομίας, στην απαλλοτρίωση των εβραϊκών περιουσιών και στην εκμετάλλευση της καταναγκαστικής εργασίας κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Στην αρχή, μεγάλες γερμανικές τράπεζες και επιχειρήσεις αντιστάθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις στην «αρειανοποίηση», συχνά για ιδιοτελείς λόγους, όπως για να κρατήσουν στο δυναμικό τους ειδικευμένους συναδέλφους. Αλλά μέχρι το 1937, οι περισσότεροι είχαν συμμορφωθεί με τον νόμο που απαιτούσε την απόλυση Εβραίων στελεχών, μελών διοικητικών συμβουλίων και υπαλλήλων. Ορισμένες μεγάλες τράπεζες και εταιρείες τοποθέτησαν κάποια στελέχη τους Εβραϊκής καταγωγής σε υποκαταστήματα στο εξωτερικό. Οι μεγάλες τράπεζες συμμετείχαν επίσης στην «αρειανοποίηση» μεγαλύτερων εβραϊκών επιχειρήσεων ή εταιρειών εισαγωγών-εξαγωγών, αναλαμβάνοντας τις μεταβιβάσεις ακινήτων.
Εξετάζοντας την ύπαρξη κάποιου περιθωρίου ελιγμών, δεν συμπεριφέρθηκαν όλες οι τράπεζες αδίστακτα. Ο φόβος των τραπεζών ήταν οι «αρειανοποιημένες» τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις να μην τυχόν πέσουν σε αδύναμα χέρια, επομένως δεν μεταβίβαζαν πάντα τις ιδιοκτησίες στους πλειοδότες, με αποτέλεσμα ορισμένοι Εβραίοι ιδιοκτήτες να λαμβάνουν δικαιότερη αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για μέγιστα κέρδη ή η μακροπρόθεσμη δύναμη και επιβίωση μιας τράπεζας ή μιας επιχείρησης ήταν συχνά πιο σημαντική ως κίνητρο από τις προκαταλήψεις εναντίον των Εβραίων που είχαν πολλοί Γερμανοί στους επιχειρηματικούς τομείς.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συγκεκριμένες ιδιωτικές εταιρείες ενεπλάκησαν στα εγκλήματα του Ολοκαυτώματος μέσω της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας. Περίπου μισό εκατομμύριο Εβραίοι έχασαν τη ζωή τους ως καταναγκαστικοί εργάτες. Μία από τις μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες, η I.G. Farben, διαχειρίστηκε ένα εργοστάσιο συνθετικών καυσίμων και καουτσούκ κοντά στο Άουσβιτς που απασχολούσε έως και 35.000 κρατούμενους. Τουλάχιστον 27.000, οι περισσότεροι Εβραίοι, πέθαναν από τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης. Η εταιρεία Hugo Scheider χρησιμοποίησε καταναγκαστικούς εργάτες σε εργοστάσιο πυρομαχικών στην κατεχόμενη Πολωνία. Περίπου τα τέσσερα πέμπτα των 25.000 Εβραίων που πέρασαν από το εργοστάσιο Skarzysko-Kamienna πέθαναν εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας.
Άλλες γερμανικές εταιρείες παρήγαγαν προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνταν στη διαδικασία θανάτωσης, όπως το φυτοφάρμακο Zyklon B που παρήγαγε η Degussa και οι φούρνοι των κρεματορίων που κατασκευάζονταν από την Topf & Sőhne. Μετά τον πόλεμο, οι διευθυντές αυτών των επιχειρήσεων προσπάθησαν να αποστασιοποιηθούν από τα εγκλήματα, ισχυριζόμενοι ότι δεν είχαν γνώση της χρήσης των προϊόντων τους.