Καύση βιβλίων
Με τη φράση «καύση βιβλίων» εννοούμε την τελετουργική καταστροφή βιβλίων ή άλλου έντυπου υλικού στη φωτιά. Η καύση βιβλίων, που συνήθως πραγματοποιούνταν σε δημόσιο χώρο, αποτελεί στοιχείο λογοκρισίας και συνήθως πηγάζει από μια πολιτισμική, θρησκευτική ή πολιτική αντίθεση με το εν λόγω υλικό.
Οι καύσεις βιβλίων έχουν μια μακρά και σκοτεινή ιστορία. Ίσως το πιο γνωστό από αυτά τα γεγονότα, η καύση των βιβλίων από το ναζιστικό καθεστώς στις 10 Μαΐου 1933, να είχε προηγούμενο στη Γερμανία του δέκατου ένατου αιώνα. Το 1817, οι γερμανικές φοιτητές οργανώσεις (Burschenschaften) επέλεξαν την 300ή επέτειο των 95 Θέσεων του Λούθηρου, για να πραγματοποιήσουν ένα φεστιβάλ στο Βάρτμπουργκ, έναν πύργο στη Θουριγγία όπου ο Λούθηρος είχε αναζητήσει καταφύγιο μετά τον αφορισμό του. Οι φοιτητές, οι οποίοι διαδήλωναν υπέρ μιας ενοποιημένης χώρας —η Γερμανία εκείνη την εποχή ήταν ένα συνοθύλευμα κρατιδίων— έκαψαν αντιεθνικά και αντιδραστικά κείμενα και βιβλία που τα έκριναν ως «αντιγερμανικά».
Το 1933, οι ναζιστικές γερμανικές αρχές προσπάθησαν οι επαγγελματικές και πολιτιστικές οργανώσεις να συμβαδίζουν με την ιδεολογία και την πολιτική των Ναζί (Gleichschaltung). Ακολουθώντας αυτή την πολιτική, ο Γιόζεφ Γκέμπελς, Υπουργός Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας των Ναζί, εγκαινίασε μια προσπάθεια ευθυγράμμισης των τεχνών και της κουλτούρας με τους στόχους των Ναζί. Η κυβέρνηση εκκαθάρισε τους πολιτιστικούς οργανισμούς από Εβραίους και άλλους αξιωματούχους που θεωρούσε ότι έτρεφαν ύποπτες πολιτικές πεποιθήσεις ή όσους δημιουργούσαν ή συμμετείχαν σε έργα τέχνης που οι Ναζί αποκαλούσαν «εκφυλισμένα».
Σε αυτή την προσπάθεια να "συμμορφώσει" τη λογοτεχνική κοινότητα, ο Γκέμπελς είχε έναν ισχυρό σύμμαχο, τον Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Σύνδεσμο Φοιτητών (Nationalsozialistischer Deutscher Studentenbund ή NSDStB). Οι Γερμανοί φοιτητές αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή του πρώιμου ναζιστικού κινήματος και στα τέλη της δεκαετίας του ’20, πολλοί είχαν προσχωρήσει στις τάξεις διάφορων ναζιστικών ομάδων. Ο ακραίος εθνικισμός και αντισημιτισμός λαϊκών φοιτητικών οργανώσεων προερχόμενων από τα μεσαία στρώματα εκφραζόταν έντονα και ανοιχτά εδώ και δεκαετίες. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί φοιτητές ήταν αντίθετοι με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933) και ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούσε κατάλληλο όχημα για την έκφραση της εχθρότητας και της απογοήτευσής τους από την πολιτική σκηνή.
Στις 6 Απριλίου, 1933, το Κεντρικό Γραφείο Τύπου και Προπαγάνδας της ναζιστικής φοιτητικής οργάνωσης κήρυξε μια πανεθνική «Κινητοποίηση κατά του αντιγερμανικού πνεύματος», η οποία έμελλε να αποκορυφωθεί με την εκκαθάριση ή «κάθαρση» (Säuberung) των λογοτεχνικών έργων δια πυρός. Οι τοπικές οργανώσεις έπρεπε να τροφοδοτούν τον τύπο με ανακοινώσεις και άρθρα επί παραγγελία, να δίνουν μαύρες λίστες με «αντιγερμανικούς» συγγραφείς, να χρηματοδοτούν ομιλίες διασήμων προσωπικοτήτων ναζιστικής ιδεολογίας σε δημόσιες συγκεντρώσεις και να διαπραγματεύονται χρόνο για ραδιοφωνικές εκπομπές. Στις 8 Απριλίου, η φοιτητική οργάνωση συνέταξε τις δώδεκα «θέσεις» της —μια εσκεμμένη αναφορά στις 95 Θέσεις του Λούθηρου: δηλώσεις που περιέγραφαν τα βασικά στοιχεία μιας «καθαρής» εθνικής γλώσσας και πολιτισμού. Οι θέσεις αυτές, οι οποίες κυκλοφορούσαν σε αφίσες, επιτίθονταν στον «εβραϊκό διανοουμενισμό», εξέφραζαν την ανάγκη «κάθαρσης» της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας και απαιτούσαν τα πανεπιστήμια να αποτελούν κέντρα του γερμανικού εθνικισμού. Οι φοιτητές χαρακτήρισαν την «κινητοποίηση» ως απάντηση στην παγκόσμια εβραϊκή «εκστρατεία σπίλωσης» της Γερμανίας και ως επιβεβαίωση των παραδοσιακών γερμανικών αξιών.
Σε μια συμβολική πράξη που λειτούργησε ως κακός οιωνός, στις 10 Μαΐου 1933, φοιτητές έκαψαν πάνω από 25.000 τόμους «αντιγερμανικών» βιβλίων, προμηνύοντας μια εποχή κρατικής λογοκρισίας και ελέγχου της κουλτούρας. Το βράδυ της 10ης Μαΐου, στις περισσότερες πανεπιστημιακές πόλεις, δεξιοί φοιτητές οργάνωσαν λαμπαδηδρομίες «κατά του αντιγερμανικού πνεύματος». Στις προσχεδιασμένες τελετουργικές εκδηλώσεις, υψηλόβαθμα στελέχη των Ναζί, καθηγητές, πρυτάνεις και ηγέτες φοιτητικών οργανώσεων καλούνταν να απευθυνθούν στους συμμετέχοντες και στους θεατές. Στα σημεία συνάντησης φοιτητές πετούσαν τελετουργικά τα λεηλατημένα και «ανεπιθύμητα» βιβλία σε πυρές υπό τη συνοδεία μουσικών συνόλων, ενώ έδιναν και τους λεγόμενους «πύρινους όρκους». Στο Βερολίνο, συγκεντρώθηκαν περίπου 40.000 άτομα στην Πλατεία της Όπερας, για να ακούσουν τον Γιόζεφ Γκέμπελς να εκφωνεί έναν πύρινο λόγο: «Όχι στην παρακμή και στην ηθική διαφθορά!» Ο Γκέμπελς διέτασσε το πλήθος. «Ναι στην ευπρέπεια και στην ηθική στην οικογένεια και στο κράτος! Παραδίδω στις φλόγες τα γραπτά των Χάινριχ Μαν, Ερνστ Γκλέζερ, Έριχ Κέστνερ.»
Μεταξύ των συγγραφέων τα βιβλία των οποίων έκαψαν οι ηγέτες των φοιτητών εκείνο το βράδυ ήταν διάσημοι σοσιαλιστές όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Αύγουστος Μπέμπελ, ο θεμελιωτής της έννοιας του κομμουνισμού, Καρλ Μαρξ, συγγραφείς που επέκριναν την «μπουρζουαζία» όπως ο Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Σνίτσλερ και «αρνητικές επιρροές από το εξωτερικό», όπως ο Αμερικάνος συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Οι φλόγες κατέκαψαν επίσης τα γραπτά του Γερμανού νομπελίστα το 1929 συγγραφέα Τόμας Μαν, του οποίου η υποστήριξη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η κριτική στο φασισμό προκάλεσε την οργή των Ναζί, και τα έργα του διεθνώς δημοφιλή συγγραφέα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, του οποίου η αδυσώπητη περιγραφή του πολέμου στο έργο του Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, δυσφημίστηκε από τους Ναζί ιδεολόγους ως «κυριολεκτικά προδοσία των στρατιωτών του Παγκοσμίου Πολέμου». Οι Έριχ Κέστνερ, Χάινριχ Μαν και Ερνστ Γκλέζερ, που συκοφαντήθηκαν κατά την έντονη ρητορική του Γκέμπελς, ήταν από τους πρώτους Γερμανούς λογοτέχνες που άσκησαν κριτική στο ναζιστικό καθεστώς, μολονότι ο Χάινριχ Μαν είχε γίνει διάσημος ως ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Ο καθηγητής Ούνρατ, το οποίο παίχτηκε στις γερμανικές αίθουσες το 1930 με τον τίτλο «Γαλάζιος άγγελος» και ο Κέστνερ ήταν κυρίως γνωστός για τα βιβλία του για παιδιά και νέους. Μεταξύ των υπόλοιπων συγγραφέων που είχαν μπει στη μαύρη λίστα ήταν οι Αμερικάνοι Τζακ Λόντον, Θίοντορ Ντρέισερ και 'Ελεν Κέλλερ, η πίστη της οποίας στην κοινωνική δικαιοσύνη την ώθησε να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των αναπήρων, το κίνημα του ειρηνισμού, τις καλύτερες συνθήκες των εργατών στις βιομηχανίες και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών.
Δεν πραγματοποιήθηκαν όλες οι καύσεις βιβλίων στις 10 Μαΐου, όπως είχε προγραμματίσει ο Γερμανικός Σύνδεσμος Φοιτητών. Ορισμένες αναβλήθηκαν για λίγες ημέρες αργότερα εξαιτίας της βροχής. Άλλες, βάσει απόφασης των τοπικών οργανώσεων, πραγματοποιήθηκαν στις 21 Ιουνίου, στο θερινό ηλιοστάσιο, μια παραδοσιακή ημερομηνία για εορτασμούς με πυρά στη Γερμανία. Εντούτοις, σε 34 πανεπιστημιακές πόλεις σε όλη τη Γερμανία, η «Κινητοποίηση κατά του αντιγερμανικού πνεύματος» της 10ης Μαΐου ήταν επιτυχημένη, αποσπώντας ευρεία κάλυψη από τις εφημερίδες. Σε ορισμένες πόλεις, κυρίως στο Βερολίνο, ραδιοφωνικές εκπομπές μετέφεραν τις ομιλίες, τα τραγούδια και τους τελετουργικούς ύμνους «ζωντανά» σε αμέτρητους Γερμανούς ακροατές. Η προώθηση της «Άριας» κουλτούρας και η καταστολή άλλων μορφών καλλιτεχνικής παραγωγής ήταν μία ακόμη προσπάθεια των Ναζί για «εξαγνισμό» της Γερμανίας. Φυσικά, οι οι περισσότεροι από τους συγγραφείς των οποίων τα έργα παραδόθηκαν στην πυρά ήταν Εβραίοι. Μεταξύ αυτών ήταν ορισμένοι από τους πιο διάσημους σύγχρονους συγγραφείς της εποχής, όπως ο Φραντζ Βέρφελ, ο Μαξ Μπροντ και ο Στέφαν Τσβάιχ.
Επίσης, ανάμεσα στα έργα που παραδόθηκαν στην πυρά ήταν τα γραπτά του Χάινριχ Χάινε, αγαπητού Γερμανοεβραίου συγγραφέα του δέκατου ένατου αιώνα, ο οποίος στο έργο του Almansor του 1820-1821 έγραψε την περίφημη φράση «Dort, wo man Bücher verbrennt, verbrennt man am Ende auch Menschen»: «Εκεί που καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους.»