Πρόγραμμα δολοφονίας ατόμων με αναπηρίες 

Κέντρα

Το Πρόγραμμα Ευθανασίας ήταν η συστηματική δολοφονία ασθενών με αναπηρίες που ήταν έγκλειστοι σε ιδρύματα της Γερμανίας. Ξεκίνησε το 1939, περίπου δύο χρόνια πριν οι Ναζί αρχίσουν να δολοφονούν συστηματικά τους Εβραίους της Ευρώπης στο πλαίσιο της "Τελικής Λύσης". Το πρόγραμμα ήταν ένα από τα πολλά ριζοσπαστικά ευγονικά μέτρα που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της φυλετικής «ακεραιότητας» του γερμανικού έθνους. Είχε ως στόχο να εξαλείψει αυτούς που οι ευγονιστές και οι υποστηρικτές τους θεωρούσαν «ζωές ανάξιες της ζωής»: τα άτομα, σύμφωνα με εκείνους, που λόγω σοβαρών ψυχιατρικών, νευρολογικών ή σωματικών αναπηριών αποτελούσαν γενετικό και οικονομικό βάρος για τη γερμανική κοινωνία και το κράτος.

Πρόγραμμα «ευθανασίας» παιδιών

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1939, αξιωματούχοι ξεκίνησαν να οργανώνουν μια μυστική επιχείρηση εξόντωσης με στόχο τα παιδιά με αναπηρίες. Επικεφαλής τους ήταν ο Philipp Bouhler, ο διευθυντής της προσωπικής καγκελαρίας του Χίτλερ, και ο Karl Brandt, ο θεράπων ιατρός του Χίτλερ.

Στις 18 Αυγούστου 1939, το Υπουργείο Εσωτερικών του Ράιχ δημοσίευσε ένα διάταγμα που απαιτούσε από όλους τους γιατρούς, τις νοσοκόμες και τις μαίες να δηλώνουν τα νεογέννητα βρέφη και τα παιδιά κάτω των τριών ετών που εμφάνιζαν σημάδια σοβαρής διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας.

Από τον Οκτώβριο του 1939, οι αρχές δημόσιας υγείας άρχισαν να ενθαρρύνουν τους γονείς παιδιών με αναπηρίες να στέλνουν τα παιδιά τους σε διάφορες ειδικά σχεδιασμένες παιδιατρικές κλινικές σε όλη τη Γερμανία και την Αυστρία. Στην πραγματικότητα, αυτές οι κλινικές ήταν πτέρυγες εξόντωσης παιδιών. Εκεί, ιατρικό προσωπικό που είχε προσληφθεί ειδικά για αυτόν τον σκοπό δολοφονούσε τους μικρούς ασθένειες με θανατηφόρες δόσεις φαρμάκων ή στερώντας τους την τροφή.

Στην αρχή, το ιατρικό προσωπικό και οι διευθυντές των κλινικών δέχονταν μόνο βρέφη και νήπια στην επιχείρηση. Καθώς το πεδίο εφαρμογής του μέτρου διευρύνθηκε, συμπεριέλαβαν παιδιά ηλικίας έως 17 ετών. Συντηρητικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι τουλάχιστον 10.000 παιδιά με σωματικές και νοητικές αναπηρίες έχασαν τη ζωή τους στη Γερμανία στο πρόγραμμα «ευθανασίας» παιδιών κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Aktion T4: Επέκταση του Προγράμματος Ευθανασίας

Οι σχεδιαστές του προγράμματος «Ευθανασία» οραματίστηκαν γρήγορα την επέκταση του προγράμματος εξόντωσης σε ενήλικες ασθενείς με αναπηρίες που ζούσαν σε ιδρύματα. Το φθινόπωρο του 1939, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε μια μυστική ειδική άδεια για την προστασία των γιατρών, του ιατρικού προσωπικού και των διοικητών από διώξεις. Αυτή χρονολογείται από την 1η Σεπτεμβρίου 1939, για να υποδηλώσει ότι η προσπάθεια σχετίζεται με τα μέτρα εν καιρώ πολέμου.

Η Καγκελαρία του Φύρερ ήταν αρραγής και ανεξάρτητη από το κράτος, την κυβέρνηση και το σύστημα του Ναζιστικού Κόμματος. Για αυτούς τους λόγους, ο Χίτλερ την επέλεξε για να αποτελέσει το μέσο για την εκστρατεία «ευθανασίας». Οι λειτουργοί του προγράμματος ονόμασαν αυτή τη μυστική επιχείρηση «T4». Αυτή η κωδική ονομασία προήλθε από τη διεύθυνση του γραφείου συντονισμού του προγράμματος στο Βερολίνο: Tiergartenstrasse 4.

Ακολουθώντας  οδηγίες του Χίτλερ, ο διευθυντής της Καγκελαρίας του Φύρερ Philip Bouhler και ο γιατρός Karl Brandt ηγήθηκαν της επιχείρησης εξόντωσης. Υπό την ηγεσία τους, στελέχη του Τ4 δημιούργησαν έξι εγκαταστάσεις θαλάμων αερίων για ενήλικες στο πλαίσιο της δράσης «ευθανασίας». Αυτές ήταν οι εξής:

  • Βραδεμβούργο, στον ποταμό Χάβελ κοντά στο Βερολίνο
  • Grafeneck, στη νοτιοδυτική Γερμανία
  • Bernburg, στη Σαξονία
  • Sonnenstein, επίσης στη Σαξονία
  • Hartheim, κοντά στο Λιντς στον Δούναβη στην Αυστρία
  • Χάνταμαρ, στην Έσση

Χρησιμοποιώντας ένα γραφειοκρατικό σύστημα που δημιουργήθηκε για το πρόγραμμα ευθανασίας παιδιών, το φθινόπωρο του 1939, οι σχεδιαστές του Τ4 άρχισαν να διανέμουν προσεκτικά διαμορφωμένα ερωτηματολόγια σε όλους τους υπαλλήλους δημόσιας υγείας, δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, ψυχιατρικά ιδρύματα και γηροκομεία για ασθενείς με χρόνιες ασθένειες και ηλικιωμένους. Ο περιορισμένος χώρος και η διατύπωση στα έντυπα, καθώς και οι οδηγίες στη συνοδευτική επιστολή, συνδυάστηκαν έτσι ώστε να δώσουν την εντύπωση ότι η έρευνα είχε σκοπό απλώς να συγκεντρώσει στατιστικά δεδομένα.

Ο ειδεχθής σκοπός του εντύπου υποδηλωνόταν μόνο από την έμφαση που δόθηκε στην ικανότητα εργασίας του ασθενούς και από τις κατηγορίες ασθενών που απαιτούσε η έρευνα από τις υγειονομικές αρχές να προσδιορίσουν. Οι κατηγορίες των ασθενών ήταν οι εξής:

  • άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια, επιληψία, άνοια, εγκεφαλίτιδα και άλλες χρόνιες ψυχιατρικές ή νευρολογικές διαταραχές
  • άτομα μη γερμανικού ή «συγγενικού» αίματος
  • οι παράφρονες εγκληματίες ή εκείνοι που είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα
  • όσοι ήταν έγκλειστοι στο εν λόγω ίδρυμα για περισσότερα από πέντε χρόνια

Οι «ιατρικοί εμπειρογνώμονες» και οι γιατροί που είχαν προσληφθεί με μυστικότητα —πολλοί εκ των οποίων έχαιραν μεγάλης εκτίμησης— εργάζονταν σε ομάδες των τριών για να αξιολογήσουν τα έντυπα. Με βάση τις αποφάσεις τους, από τις αρχές Ιανουαρίου του 1940,   οι λειτουργοί του Τ4 άρχισαν να απομακρύνουν τους ασθενείς που επιλέχθηκαν για το πρόγραμμα «ευθανασίας» από τα ιδρύματα. Οι ασθενείς μεταφέρονταν με λεωφορείο ή τρένο σε μια από τις κεντρικές εγκαταστάσεις θαλάμων αερίων για εξόντωση.

Μέσα σε λίγες ώρες από την άφιξή τους σε αυτά τα κέντρα, τα θύματα έχαναν τη ζωή τους στους θαλάμους αερίων. Οι θάλαμοι αερίων που παρουσιάζονταν ως εγκαταστάσεις λουτρών, χρησιμοποιούσαν καθαρό μονοξείδιο του άνθρακα. Στη συνέχεια, οι λειτουργοί του προγράμματος T4 αποτέφρωναν τα πτώματα σε κρεματόρια, δίπλα στους θαλάμους αερίων. Άλλοι εργάτες έπαιρναν στάχτες από μια σύμμεικτη σωρό με την τέφρα των θυμάτων και τις τοποθετούσαν σε τεφροδόχους τις οποίες έστελναν στους συγγενείς των θυμάτων. Οι συγγενείς ή οι κηδεμόνες των θυμάτων λάμβαναν μια τεφροδόχο με ένα πιστοποιητικό θανάτου και άλλα έγγραφα, που ανέφερε ψευδή αίτια και ημερομηνία θανάτου.

Καθώς το πρόγραμμα ήταν μυστικό, οι σχεδιαστές και οι αξιωματούχοι του T-4 έλαβαν σύνθετα μέτρα για να αποκρύψουν τα θανατηφόρα σχέδιά του. Παρόλο που οι γιατροί και οι διευθυντές των ιδρυμάτων πλαστογραφούσαν τα επίσημα αρχεία για να υποδείξουν ότι τα θύματα πέθαναν από φυσικά αίτια, το πρόγραμμα «ευθανασίας» έγινε γρήγορα κοινό μυστικό. Το ευρύ κοινό είχε πλέον πληροφορηθεί για αυτό το μέτρο. Πραγματοποιήθηκαν ιδιωτικές και δημόσιες διαμαρτυρίες για τις δολοφονίες, ειδικά από τους Γερμανούς κληρικούς. Μεταξύ αυτών των κληρικών ήταν και ο επίσκοπος του Μίνστερ, Clemens August Count von Galen. Διαμαρτυρήθηκε για τις δολοφονίες του T-4 στο πλαίσιο ενός κηρύγματος στις 3 Αυγούστου 1941. Καθώς πλέον το ευρύ κοινό γνώριζε και είχαν αρχίσει δημόσιες και ιδιωτικές διαμαρτυρίες, ο Χίτλερ διέταξε τη διακοπή του Προγράμματος Ευθανασίας στα τέλη Αυγούστου 1941.

Σύμφωνα με τους εσωτερικούς υπολογισμούς του Τ4, το εγχείρημα «ευθανασίας» στοίχισε τη ζωή σε 70.273 άτομα με διανοητικές και σωματικές αναπηρίες, που ζούσαν σε ιδρύματα, στις έξι εγκαταστάσεις θαλάμων αερίων από τον Ιανουάριο του 1940 έως και τον Αύγουστο του 1941.

Δεύτερη φάση

Μητρώο της πόλης Hartheim

Η εντολή του Χίτλερ για διακοπή της δράσης Τ4 δεν σήμαινε το τέλος της επιχείρησης εξόντωσης «Ευθανασία». Η «ευθανασία» παιδιών συνεχίστηκε όπως πριν. Επιπλέον, τον Αύγουστο του 1942, Γερμανοί επαγγελματίες υγείας και υγειονομικό προσωπικό συνέχισαν τις δολοφονίες, αλλά αυτή τη φορά με πιο προσεκτικά σχεδιασμένο μυστικό τρόπο από πριν. Με πιο αποκεντρωμένο χαρακτήρα από την πρώτη φάση των δολοφονιών με αέρια, το ανανεωμένο εγχείρημα βασίστηκε στις περιφερειακές ανάγκες με τις τοπικές αρχές να καθορίζουν τον ρυθμό των εξοντώσεων.

Χρησιμοποιώντας υπερβολική δόση φαρμάκων και θανατηφόρες ενέσεις —μέτρα που ήδη χρησιμοποιούνταν με επιτυχία στην παιδική «ευθανασία»— σε αυτή τη δεύτερη φάση, η επιχείρηση «Ευθανασία» ξεκίνησε ξανά με πιο μυστικό τρόπο σε διάφορα ιδρύματα σε όλο το Ράιχ. Επίσης, πολλά από αυτά τα ιδρύματα άφηναν ενήλικες και παιδιά θύματα να λιμοκτονούν συστηματικά.

Το Πρόγραμμα Ευθανασίας συνεχίστηκε έως τις τελευταίες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μάλιστα επεκτάθηκε περιλαμβάνοντας ένα ευρύτερο φάσμα θυμάτων όπως τροφίμους οίκων ευγηρίας, θύματα βομβαρδισμών και αλλοδαπούς εξαναγκασμένους εργάτες. Σύμφωνα με ιστορικούς το Πρόγραμμα Ευθανασίας, σε όλες του τις φάσεις, στοίχισε τη ζωή σε 250.000 άτομα.

Άτομα με αναπηρίες στη γερμανοκρατούμενη Ανατολή

Τα άτομα με αναπηρίες έπεσαν επίσης θύματα της γερμανικής βίας στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ανατολή. Οι Γερμανοί περιόρισαν το Πρόγραμμα Ευθανασίας, το οποίο ξεκίνησε ως μέτρο φυλετικής εξυγίανσης στο Ράιχ, δηλαδή στη Γερμανία και στις προσαρτημένες περιοχές της Αυστρίας, της Αλσατίας-Λωρραίνης, του Προτεκτοράτου της Βοημίας και της Μοραβίας και στα τμήματα της Πολωνίας που προσαρτήθηκαν στη Γερμανία. Ωστόσο, η ναζιστική ιδεολογική πεποίθηση που χαρακτήριζε αυτά τα άτομα ως «ζωές ανάξιες της ζωής» κατέστησε τους ασθενείς που ήταν έγκλειστοι σε ιδρύματα στόχους εκτελέσεων στην Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί, οι δολοφονίες ασθενών με αναπηρίες ήταν έργο των SS και των αστυνομικών δυνάμεων, όχι των γιατρών, του προσωπικού και των διοικητών του Τ4 που εφάρμοσαν το ίδιο το Πρόγραμμα Ευθανασίας.

Σε περιοχές της Πομερανίας, της Δυτικής Πρωσίας και της κατεχόμενης Πολωνίας, τα SS και οι αστυνομικές μονάδες δολοφόνησαν περίπου 30.000 ασθενείς μέχρι το φθινόπωρο του 1941 για να εξασφαλίσουν κατάλυμα στους εποίκους γερμανικής καταγωγής (Volksdeutsche) που μεταφέρθηκαν εκεί από τις χώρες της Βαλτικής και άλλες περιοχές.

Οι μονάδες των SS και της αστυνομίας δολοφόνησαν επίσης ασθενείς με αναπηρίες σε μαζικές εκτελέσεις και σε φορτηγά-θαλάμους αερίων στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη. Χιλιάδες άλλοι πέθαναν, δολοφονήθηκαν στα κρεβάτια και τους θαλάμους από τα SS και βοηθητικές αστυνομικές μονάδες στην Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση. Αυτές οι δολοφονίες στερούνταν της ιδεολογίας που χαρακτήριζε το κεντρικό Πρόγραμμα Ευθανασίας. Τα SS προφανώς υποκινούνταν κυρίως από οικονομικά και υλικά συμφέροντα για τη δολοφονία ασθενών που ζούσαν σε ιδρύματα στην κατεχόμενη Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση.

Τα SS και η Βέρμαχτ αξιοποίησαν γρήγορα τα νοσοκομεία που άδειασαν σε αυτές τις επιχειρήσεις εξόντωσης ως στρατώνες, εφεδρικά νοσοκομεία και αποθήκες πυρομαχικών. Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα SS χρησιμοποιούσαν τις κενές εγκαταστάσεις ως επίσημο χώρο για τις δολοφονίες του Τ4. Ένα παράδειγμα είναι η εγκατάσταση «ευθανασίας» Tiegenhof, κοντά στο Gnesen (σήμερα αποκαλείται Gniezno, στην κεντροδυτική Πολωνία).

Η σημασία του Προγράμματος Ευθανασίας

Το Πρόγραμμα Ευθανασίας αποτελούσε με πολλούς τρόπους μια πρόβα για τις επακόλουθες πολιτικές γενοκτονίας της ναζιστικής Γερμανίας. Η ναζιστική ηγεσία επέκτεινε την ιδεολογική αιτιολογία που επινόησαν οι αυτουργοί της εξόντωσης των «ακατάλληλων» ατόμων σε άλλες κατηγορίες όσων θεωρούνταν βιολογικοί εχθροί, κυρίως στους Εβραίους και τους Ρομά (Τσιγγάνους).

Οι σχεδιαστές της «Τελικής Λύσης» αξιοποίησαν αργότερα τους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια, που είχαν σχεδιαστεί ειδικά για την επιχείρηση Τ4, για τη δολοφονία Εβραίων στην υπό γερμανική κατοχή Ευρώπη. Το προσωπικό του προγράμματος T4 που είχε δοκιμαστεί με επιτυχία σε αυτό το πρώτο πρόγραμμα μαζικής δολοφονίας χρησιμοποιήθηκε σε θέσεις-κλειδιά στα γερμανικά επιτελεία που διοικούσαν τα κέντρα εξόντωσης της Επιχείρησης Ράινχαρντ Μπέλζεκ, Σόμπιμπορ και Τρεμπλίνκα.

Όπως και εκείνοι που σχεδίασαν τον φυσικό αφανισμό των Ευρωπαίων Εβραίων, οι σχεδιαστές του Προγράμματος Ευθανασίας οραματίζονταν μια φυλετικά καθαρή και παραγωγική κοινωνία. Ασπάζονταν ριζοσπαστικές στρατηγικές για να εξοντώσουν όσους δεν ταίριαζαν στο όραμά τους.