Νόμος περί μετανάστευσης του 1924

Μετανάστευση Εβραίων από τη Γερμανία, 1933-1940

Το 1924 το Κογκρέσο των ΗΠΑ πέρασε τον νόμο Johnson-Reed, αναθεωρώντας τους αμερικανικούς μεταναστευτικούς νόμους που βασίζονταν στην «εθνική καταγωγή». Ο νόμος όρισε ποσοστώσεις, δηλαδή συγκεκριμένο αριθμό αιτήσεων για βίζες κάθε χρονιά ανά χώρα. Τα όρια των ποσοστώσεων, εμπνευσμένα εν μέρει από Αμερικανούς υποστηρικτές της ευγονικής, υπολογίστηκαν έτσι ώστε να ευνοούν «επιθυμητούς» μετανάστες από τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη. Περιόρισαν τον αριθμό υποδοχής μεταναστών που θεωρούνταν λιγότερο «φυλετικά επιθυμητοί», συμπεριλαμβάνοντας τους Εβραίους της νότιας και ανατολικής Ευρώπης. Πολλοί άνθρωποι γεννημένοι στην Ασία και την Αφρική αποκλείστηκαν από τη μετανάστευση στις ΗΠΑ λόγω φυλετικών κριτηρίων και μόνο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν προσφυγική πολιτική και οι αμερικανικοί μεταναστευτικοί νόμοι δεν αναθεωρήθηκαν ή δεν αναπροσαρμόστηκαν μεταξύ των ετών 1933 και 1941. Ο νόμος Johnson-Reed παρέμεινε σε ισχύ έως το 1965.

Πιθανοί μετανάστες έπρεπε να κάνουν αίτηση για μία από τις θέσεις που αναλογούσαν στη χώρα γέννησής τους και όχι τη χώρα υπηκοότητάς τους. Μετά τη Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία είχε το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό αιτήσεων για βίζα: 25.957 [27.370, αφού ο Ρούσβελτ συγχώνευσε τις γερμανικές και αυστριακές ποσοστώσεις μετά το Anschluss («Ένωση»)]. Το επιτρεπόμενο σύνολο ήταν περίπου 153.000.

Η ποσόστωση ήταν ο μέγιστος αριθμός ανθρώπων που μπορούσαν να μεταναστεύσουν, όχι ένας στόχος που οι υπεύθυνοι του υπουργείου Εξωτερικών προσπαθούσαν να πετύχουν. Οι αχρησιμοποίητες ποσοστώσεις δεν μεταφέρονταν στην επόμενη χρονιά.

Απαραίτητες Προϋποθέσεις για Μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες

Οι περισσότεροι δυνητικοί μετανάστες για τις Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να συγκεντρώσουν πολλά δικαιολογητικά ώστε να αποκτήσουν την πολυπόθητη αμερικανική βίζα για μετανάστευση, να φύγουν από τη Γερμανία και να ταξιδέψουν σε κάποιο λιμάνι αναχώρησης από την Ευρώπη. Οι μελλοντικοί αιτούντες πρώτα καταχωρούνταν από τα προξενεία και μετά έμπαιναν σε λίστα αναμονής. Μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτόν το χρόνο για να συγκεντρώσουν όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τη χορήγηση βίζας, στα οποία περιλαμβάνονταν έγγραφα ταυτοποίησης, πιστοποιητικά από την αστυνομία, άδειες εξόδου και διέλευσης και υπεύθυνη δήλωση οικονομικών στοιχείων. Πολλά από αυτά τα έγγραφα –συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της βίζας– είχαν ημερομηνία λήξης. Όλα έπρεπε να γίνουν το ίδιο χρονικό διάστημα.

Στο ξεκίνημα της Μεγάλης Ύφεσης το 1930, ο πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ έδωσε εντολές που απέκλειαν τους μετανάστες που «πιθανώς θα γίνονταν δημόσιο βάρος». Ως αποτέλεσμα η μετανάστευση μειώθηκε δραστικά. Αν και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ ήρε κάποιους περιορισμούς, πολλοί Αμερικανοί συνέχισαν να αντιτίθενται στη μετανάστευση για οικονομικούς λόγους (ότι δηλαδή οι μετανάστες θα τους «έκλεβαν» τις δουλειές). Οι μετανάστες επομένως έπρεπε να βρουν έναν Αμερικανό χορηγό που θα είχε την οικονομική δυνατότητα να εγγυηθεί ότι δεν θα επιβάρυναν οικονομικά το κράτος. Για πολλούς μετανάστες η εύρεση οικονομικού χορηγού ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδικασίας απόκτησης αμερικανικής βίζας.

Οι πιθανοί μετανάστες έπρεπε επίσης να έχουν έγκυρο εισιτήριο πλοίου για να λάβουν τη βίζα. Με τον ερχομό του πολέμου και τον φόβο ότι τα γερμανικά υποβρύχια θα στόχευαν επιβατηγά πλοία, τα υπερατλαντικά ταξίδια έγιναν ιδιαίτερα επικίνδυνα. Πολλές επιβατικές γραμμές σταμάτησαν εντελώς ή τουλάχιστον μείωσαν τον αριθμό των πλοίων που διέσχιζαν τον ωκεανό, κάνοντας την εύρεση κουκέτας ακόμα πιο δύσκολη και ακριβή για τους πρόσφυγες.

Λίστες Αναμονής και Προσφυγική Κρίση

Καθώς η προσφυγική κρίση ξεκίνησε το 1938, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για τον περιορισμένο αριθμό διαθέσιμων αδειών εισόδου, βεβαιώσεων και ταξιδιωτικών επιλογών έκαναν τη μετανάστευση ακόμα πιο δύσκολη. Τον Ιούνιο του 1938, 139.163 άτομα ήταν στη λίστα αναμονής για τη γερμανική ποσόστωση. Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1939, ο αριθμός ατόμων στη λίστα αναμονής είχε ανέλθει αλματωδώς στους 309.782. Ένας πιθανός μετανάστης από την Ουγγαρία που θα έκανε αίτηση το 1939 αντιμετώπιζε σαρανταετή αναμονή για να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.

Στην ποσόστωση του 1939, η γερμανική ποσόστωση ήταν τελείως πλήρης για πρώτη φορά από το 1930, με 27.370 μετανάστες να λαμβάνουν βίζα. Στην ποσόστωση του 1940, 27.355 έλαβαν βίζα. Οι δεκαπέντε αχρησιμοποίητες βίζες ήταν πιθανώς αποτέλεσμα λάθους εκ παραδρομής. Είναι δύσκολο να κάνουμε εκτίμηση για το πόσοι από αυτούς ήταν πρόσφυγες που δραπέτευσαν από τις ναζιστικές διώξεις. Έως το 1943, οι «Εβραίοι» ήταν φυλετική κατηγορία στον αμερικανικό μεταναστευτικό νόμο. Το 1939-1940 πάνω από το 50% όλων των μεταναστών στις ΗΠΑ δήλωναν Εβραίοι, αλλά αυτός είναι ένας πιθανώς χαμηλός αριθμός καθώς πολλοί πρόσφυγες ενδέχεται να επέλεξαν διαφορετική κατηγορία (για παράδειγμα «Γερμανός») ή δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Εβραίους, ακόμα κι αν τους θεωρούσαν οι Ναζί.

Η κοινή γνώμη για τους πρόσφυγες στις Ηνωμένες Πολιτείες

Λίγο μετά από την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία, Ναζί στρατιώτες των Ταγμάτων Εφόδου στέκονται έξω από μια επιχείρηση Εβραίου ιδιοκτήτη.

Παρά την έκτακτη ανάγκη για την απόδραση των προσφύγων, η αμερικανική κοινή γνώμη ήταν εναντίον της αύξησης του αριθμού υποδοχής μεταναστών. Μια δημοσκόπηση της Gallup στις 24-25 Νοεμβρίου 1938 (δύο εβδομάδες μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων) ρωτούσε τους Αμερικανούς: «Θα έπρεπε να επιτρέψουμε μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων προσφύγων από τη Γερμανία να έρθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ζήσουν;» Το 72% απάντησε «όχι».

Μετά την αρχή του πολέμου στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο του 1939 και ειδικά μετά τη γερμανική εισβολή στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες την άνοιξη του 1940, πολλοί Αμερικανοί πίστευαν ότι η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση εκμεταλλεύονταν τον υπερβολικό αριθμό των Εβραίων προσφύγων για να στείλουν κατασκόπους στο εξωτερικό. Το Υπουργείο Εξωτερικών προειδοποίησε τους προξενικούς υπαλλήλους να εξετάζουν τις αιτήσεις με ιδιαίτερη προσοχή. Τον Ιούνιο του 1941, το Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε έναν «κανόνα συγγενών», αρνούμενο τη βίζα σε μετανάστες που είχαν ακόμα στενούς συγγενείς σε ναζιστικό έδαφος.

Βοήθεια και Υποστήριξη στους Πρόσφυγες

Παρά τη δημόσια αντίθεση στην αναθεώρηση των αμερικανικών μεταναστευτικών νόμων, κάποιοι ιδιώτες και φιλανθρωπικές οργανώσεις για τους πρόσφυγες βοήθησαν χιλιάδες που προσπαθούσαν να διαφύγουν. Εβραϊκές και χριστιανικές οργανώσεις προσέφεραν χρήματα για φαγητό και ρούχα, τα ναύλα για να ταξιδέψουν, εργασία και οικονομική βοήθεια και βοήθησαν στην εύρεση ένορκων βεβαιώσεων για μελλοντικούς μετανάστες που δεν είχαν οικογένεια στις ΗΠΑ. Αυτές οι ιδιωτικές οργανώσεις έδωσαν την ευκαιρία σε χιλιάδες να δραπετεύσουν οι οποίοι δεν θα ήταν διαφορετικά σε θέση να συγκεντρώσουν τα κατάλληλα δικαιολογητικά και να πληρώσουν για τη διέλευσή τους.

Παγιδευμένοι σε εδάφη υπό ναζιστική κατοχή

Την 1η Ιουλίου 1941, το Υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε κεντρικά τον έλεγχο για τις βίζες που δίνονταν σε αλλοδαπούς στην Ουάσιγκτον, έτσι ώστε όλοι οι αιτούντες έπρεπε να εγκρίνονται από μια εξεταστική επιτροπή στην Ουάσιγκτον και να υποβάλλουν επιπρόσθετα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης μια δεύτερης υπεύθυνης δήλωσης της οικονομικής τους κατάστασης. Την ίδια στιγμή, η ναζιστική Γερμανία έδωσε εντολή στις ΗΠΑ να κλείσουν τα προξενικά τους γραφεία σε όλα τα ελεγχόμενα από τη Γερμανία εδάφη. Μετά τον Ιούλιο του 1941, η μετανάστευση από τα υπό τη ναζιστική κατοχή εδάφη ήταν ουσιαστικά αδύνατη.

Μεταξύ των ετών 1938 και 1941, 123.868 αυτοπροσδιοριζόμενοι Εβραίοι πρόσφυγες μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλές χιλιάδες περισσότεροι είχαν κάνει αίτηση σε αμερικανικά προξενεία στην Ευρώπη αλλά δεν μπόρεσαν να μεταναστεύσουν. Πολλοί από αυτούς ήταν παγιδευμένοι σε εδάφη υπό τη ναζιστική κατοχή και δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα.