Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία
Το Ναζιστικό Κόμμα ήταν μία από τις δεξιές εξτρεμιστικές πολιτικές ομάδες που εμφανίστηκαν στη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκανε την εμφάνισή του ταυτόχρονα με την αρχή της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 και πέρασε γρήγορα από την αφάνεια στο πολιτικό προσκήνιο ως το μεγαλύτερο κόμμα στο γερμανικό κοινοβούλιο το 1932.
Σημαντικά γεγονότα
-
1
Η ραγδαία άνοδος του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία ξεκίνησε το 1930, όταν συγκέντρωσε 107 έδρες στο γερμανικό κοινοβούλιο, το Reichstag. Τον Ιούλιο του 1932, το Ναζιστικό Κόμμα έγινε το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στο Reichstag με 230 βουλευτές.
-
2
Στα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1930 έως 1933), η κυβέρνηση κυβερνούσε με έκτακτα διατάγματα επειδή δεν μπορούσε να επιτύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η πολιτική και οικονομική αστάθεια, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων για το status quo, ωφέλησαν το Ναζιστικό Κόμμα.
-
3
Ως αποτέλεσμα της μαζικής υποστήριξης των Ναζί, ο Γερμανός πρόεδρος Paul von Hindenburg διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο στις 30 Ιανουαρίου 1933. Ο διορισμός του άνοιξε τον δρόμο προς τη ναζιστική δικτατορία μετά τον θάνατο του Hindenburg τον Αύγουστο του 1934.
Πριν από την έναρξη της οικονομικής ύφεσης στη Γερμανία το 1929-1930, το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (ή Ναζιστικό Κόμμα για συντομία) ήταν ένα μικρό κόμμα στη ριζοσπαστική δεξιά του γερμανικού πολιτικού φάσματος. Στις εκλογές του Reichstag της 2ας Μαΐου 1928, οι Ναζί έλαβαν μόλις το 2,6% των εθνικών ψήφων, μια αναλογική μείωση του ποσοστού τους από το 1924, όταν οι Ναζί έλαβαν το 3% των ψήφων. Ως αποτέλεσμα των εκλογών, ένας «Μεγάλος Συνασπισμός» των Σοσιαλδημοκρατικών, Καθολικών Κεντρώων, Γερμανικών Δημοκρατικών και Γερμανικών Λαϊκών κομμάτων κυβέρνησε τη Γερμανία της Βαϊμάρης τους πρώτους έξι μήνες της οικονομικής ύφεσης.
Κατά την περίοδο 1930–1933, το κλίμα στη Γερμανία ήταν ζοφερό. Η παγκόσμια οικονομική ύφεση είχε χτυπήσει σκληρά τη χώρα και εκατομμύρια άτομα ήταν άνεργα. Στους άνεργους προστέθηκαν εκατομμύρια άλλοι που συνέδεσαν την οικονομική ύφεση με την εθνική ταπείνωση της Γερμανίας μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν την κοινοβουλευτική κυβέρνηση συνασπισμού ως αδύναμη και ανίκανη να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Η εκτεταμένη οικονομική εξαθλίωση, ο φόβος και η συνειδητοποίηση ότι έπονται τα χειρότερα, καθώς και ο θυμός και η ανυπομονησία για την προφανή αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την κρίση, έδωσαν πρόσφορο έδαφος για την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και του Ναζιστικού Κόμματός του.
Ο Χίτλερ ήταν ένας δυναμικός και συναρπαστικός ρήτορας, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την οργή και την απόγνωση που ένιωθε ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων, προσέλκυσε Γερμανούς που αναζητούσαν απελπισμένα την αλλαγή. Η ναζιστική προεκλογική προπαγάνδα υποσχέθηκε να βγάλει τη Γερμανία από την οικονομική ύφεση. Οι Ναζί υποσχέθηκαν να αποκαταστήσουν τις γερμανικές πολιτιστικές αξίες, να αναιρέσουν (ανατρέψουν) τις διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, να αποτρέψουν την απειλή μιας κομμουνιστικής εξέγερσης, να δώσουν δουλειές στον γερμανικό λαό και να επαναφέρουν τη Γερμανία στη «δικαιωματική θέση» της ως παγκόσμια δύναμη. Ο Χίτλερ και άλλοι προπαγανδιστές των Ναζί ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στο να κατευθύνουν την οργή και τον φόβο του πληθυσμού εναντίον των Εβραίων, εναντίον των μαρξιστών (κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες) και εναντίον εκείνων που οι Ναζί θεωρούσαν υπεύθυνους για την υπογραφή τόσο της ανακωχής του Νοεμβρίου 1918 και της συνθήκης των Βερσαλλιών, όσο και για την εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο Χίτλερ και οι Ναζί συχνά αποκαλούσαν τους τελευταίους ως «εγκληματίες του Νοεμβρίου».
Ο Χίτλερ και άλλοι ομιλητές των Ναζί προσάρμοζαν προσεκτικά τις ομιλίες τους για κάθε ακροατήριο. Για παράδειγμα, όταν μιλούσαν σε επιχειρηματίες, οι Ναζί υποβάθμιζαν τον αντισημιτισμό και αντ' αυτού τόνιζαν τον αντικομμουνισμό και την επιστροφή των γερμανικών αποικιών που έχασε η Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Όταν απευθύνονταν σε στρατιώτες, βετεράνους ή άλλες ομάδες εθνικιστικών συμφερόντων, η ναζιστική προπαγάνδα έδινε έμφαση στη στρατιωτική ανάπτυξη και την επιστροφή άλλων εδαφών που έχασε η Γερμανία μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ομιλητές των Ναζί διαβεβαίωναν τους αγρότες ότι μια ναζιστική κυβέρνηση θα συγκρατούσε την πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων. Στους συνταξιούχους σε όλη τη Γερμανία έλεγαν ότι το ποσό και η αγοραστική δύναμη των μηνιαίων επιταγών τους θα παρέμεναν σταθερά.
Χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία ένα αδιέξοδο μεταξύ των εταίρων του «Μεγάλου Συνασπισμού», ο Κεντρώος πολιτικός και καγκελάριος του Ράιχ Heinrich Bruening ώθησε τον ηλικιωμένο Πρόεδρο του Ράιχ, Στρατάρχη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, Paul von Hindenburg, να διαλύσει το κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1930 και να κηρύξει νέες εκλογές για τον Σεπτέμβριο του 1930. Για να διαλύσει το κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος χρησιμοποίησε το άρθρο 48 του γερμανικού συντάγματος. Αυτό το άρθρο επέτρεπε στη γερμανική κυβέρνηση να κυβερνά χωρίς κοινοβουλευτική συναίνεση και εφαρμοζόταν μόνο σε περιπτώσεις άμεσης εθνικής ανάγκης.
Ο Bruening δεν αξιολόγησε κατάλληλα τη διάθεση του έθνους μετά από έξι μήνες οικονομικής ύφεσης. Οι Ναζί συγκέντρωσαν το 18,3% των ψήφων και έγιναν το δεύτερο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στη χώρα.
Επί δύο χρόνια, προσφεύγοντας επανειλημμένα στο άρθρο 48 για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, η κυβέρνηση του Bruening επεδίωξε και απέτυχε να δημιουργήσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα απέκλειε τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Κομμουνιστές και τους Ναζί. Το 1932, ο Hindenburg ώθησε σε παραίτηση τον Bruening και διόρισε τον Franz von Papen, πρώην διπλωμάτη και πολιτικό του κόμματος του Κέντρου, ως καγκελάριο. Ο Papen διέλυσε ξανά το Reichstag, αλλά οι εκλογές του Ιουλίου του 1932 έφεραν στο ναζιστικό κόμμα το 37,3% των λαϊκών ψήφων, έτσι έγινε το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στη Γερμανία. Οι κομμουνιστές (παίρνοντας ψήφους από τους Σοσιαλδημοκράτες εν μέσω ενός ολοένα και πιο απελπιστικού οικονομικού κλίματος) έλαβαν το 14,3% των ψήφων. Ως αποτέλεσμα, πάνω από τους μισούς βουλευτές στο Reichstag του 1932 είχαν δεσμευτεί δημόσια ότι θα τερματίσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Όταν ο Papen δεν μπόρεσε να αποκτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσει, οι αντίπαλοί του μεταξύ των συμβούλων του Προέδρου Hindenburg τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Ο διάδοχός του, στρατηγός Kurt von Schleicher, διέλυσε ξανά το Reichstag. Στις εκλογές που ακολούθησαν τον Νοέμβριο του 1932, οι Ναζί έχασαν έδαφος, λαμβάνοντας το 33,1% των ψήφων. Οι κομμουνιστές, ωστόσο, αύξησαν τα ποσοστά τους στο 16,9%. Ως αποτέλεσμα, ο μικρός κύκλος γύρω από τον Πρόεδρο Hindenburg πίστευε, στα τέλη του 1932, ότι το ναζιστικό κόμμα ήταν η μόνη ελπίδα της Γερμανίας να αποτρέψει το πολιτικό χάος που θα κατέληγε σε μια κομμουνιστική εξουσία. Οι Ναζί διαπραγματευτές και προπαγανδιστές κατέβαλαν προσπάθεια για να ενισχύσουν αυτή την εντύπωση.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Πρόεδρος Hindenburg διόρισε τον Αδόλφο Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας. Ο Χίτλερ δεν διορίστηκε καγκελάριος ως αποτέλεσμα μιας εκλογικής νίκης με λαϊκή εντολή, αλλά ως αποτέλεσμα μιας συνταγματικά αμφισβητήσιμης συμφωνίας μεταξύ μιας μικρής ομάδας συντηρητικών Γερμανών πολιτικών που είχαν απαρνηθεί τον κοινοβουλευτισμό. Ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν τη δημοτικότητα του Χίτλερ στις μάζες για να στηρίξουν την επιστροφή στη συντηρητική αυταρχική διακυβέρνηση, ίσως ακόμη και σε μια μοναρχία. Μέσα σε δύο χρόνια, ωστόσο, ο Χίτλερ και οι Ναζί ξεπέρασαν τους συντηρητικούς πολιτικούς της Γερμανίας και εδραίωσαν μια ριζοσπαστική ναζιστική δικτατορία εντελώς υποταγμένη στην προσωπική βούληση του Χίτλερ.