Οι Ναζί υπέβαλαν εκατομμύρια άτομα (τόσο Εβραίους, όσο και άτομα που ανήκαν σε άλλες μειονοτικές και στοχοποιημένες ομάδες) σε καταναγκαστική εργασία υπό εξαιρετικά σκληρές συνθήκες. Ήδη από την ίδρυση των πρώτων Ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και εγκλεισμού το χειμώνα του 1933, η καταναγκαστική εργασία -συχνά μάταιη και εξευτελεστική τους κρατουμένους, διεξαγόταν χωρίς τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού και την απαραίτητη σίτιση και ξεκούραση- αποτελούσε βασικό στοιχείο της καθημερινής λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Ακόμα και πριν από την έναρξη του πολέμου, οι Ναζί επέβαλαν καταναγκαστική εργασία σε Εβραίους πολίτες, τόσο εντός, όσο και εκτός των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ήδη από το 1937, οι Ναζί είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται ολοένα και περισσότερο την καταναγκαστική εργασία των «εχθρών του κράτους» με στόχο το οικονομικό όφελος και για να καλύψουν τις δραματικές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Μέχρι το τέλος του έτους, οι περισσότεροι Εβραίοι άνδρες που ζούσαν στη Γερμανία είχαν υποβληθεί σε καταναγκαστική εργασία για διάφορους κυβερνητικούς οργανισμούς.

Όταν η Γερμανία κατέκτησε την Πολωνία το φθινόπωρο του 1939 και ίδρυσε τη ζώνη Generalgouvernement, οι γερμανικές αρχές κατοχής ανάγκασαν όλους τους άντρες, Εβραίους και Πολωνούς, να εργαστούν σε καταναγκαστικά έργα. Οι γερμανικές αρχές απαίτησαν από τους Εβραίους της Πολωνίας να ζουν σε γκέτο και τους υπέβαλαν συχνά σε καταναγκαστική εργασία, συνήθως χειρωνακτική. Για παράδειγμα, στο γκέτο του Λοντζ, γερμανικές κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις δημιούργησαν 96 εργοστάσια για την παραγωγή αγαθών για τη γερμανική πολεμική μηχανή. Η πρακτική της καταναγκαστικής εργασίας κλιμακώθηκε την άνοιξη του 1942, μετά από μια σειρά αλλαγών που έγινε στη διοίκηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Για τους Εβραίους, η ικανότητά τους να εργάζονται σήμαινε πολλές φορές τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου, καθώς η «Τελική Λύση», το πρόγραμμα εξόντωσης όλων των Εβραίων της Ευρώπης είχε αρχίσει να εφαρμόζεται. Οι Εβραίοι που κρίνονταν ανίκανοι για εργασία ήταν οι πρώτοι που εκτελούνταν ή εκτοπίζονταν.

Οι Ναζί εφάρμοσαν επίσης μια συνειδητή πολιτική πρακτική «εξόντωσης δια της εργασίας», σύμφωνα με την οποία ορισμένες κατηγορίες κρατουμένων εργάζονταν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, οι κρατούμενοι υποχρεώνονταν να εργάζονται σε συνθήκες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ασθένεια, τραυματισμό ή θάνατο. Για παράδειγμα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, αποστεωμένοι κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να μεταφέρουν τρέχοντας τις ασήκωτες πέτρες του λατομείου ανεβαίνοντας 186 σκαλοπάτια.

Μετά την εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941, οι Γερμανοί προκάλεσαν σκόπιμα το θάνατο εκατομμυρίων αιχμαλώτων πολέμου εφαρμόζοντας μια πολιτική εγκληματικής παραμέλησης (ανεπαρκής τροφή, ρουχισμός, στέγαση ή ιατρική περίθαλψη). Ωστόσο, την άνοιξη του 1942, οι γερμανικές αρχές άρχισαν να χρησιμοποιούν Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου σε καταναγκαστικά έργα σε διάφορες βιομηχανίες που είχαν άμεση σχέση με τον πόλεμο. Από το 1942 έως το 1944, οι Γερμανοί μετέφεραν σχεδόν τρία εκατομμύρια Σοβιετικούς πολίτες στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Βοημία-Μοραβία για να χρησιμοποιηθούν σε καταναγκαστικά έργα.

Στο τέλος του πολέμου, εκατομμύρια εκτοπισμένα άτομα άλλων εθνικοτήτων είχαν εγκαταλειφθεί στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων και μερικών δεκάδων χιλιάδων Εβραίων που είχαν επιβιώσει της «Τελικής Λύσης», προκειμένου να υποβληθούν σε καταναγκαστική εργασία.