Πριν έρθουν στην εξουσία οι Ναζί στη Γερμανία το 1933, δεν υπήρχε εθνική αστυνομία. Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), κάθε γερμανικό κρατίδιο είχε τις δικές του αστυνομικές δυνάμεις. Συνήθως αποτελούνταν από ένστολους αστυνομικούς, πολιτικούς αστυνομικούς και ερευνητές. Αν και οι αστυνομικοί είχαν παρόμοιες ευθύνες και καθήκοντα στα διάφορα κρατίδια και τις περιφέρειες της Βαϊμαρικής Γερμανίας, εκτελούσαν επίσης καθήκοντα ειδικά για τις τοπικές τους κοινότητες και τις εκάστοτε περιγραφές θέσεων εργασίας. Ο ένστολος αστυνομικός στο Βερολίνο ήταν πολύ διαφορετικός από τον ένστολο αστυνομικό στην επαρχία. 

Η στάση των αστυνομικών απέναντι στον ναζισμό διαμορφώθηκε από τα γεγονότα της δεκαετίας του 1920 και των αρχών του 1930. Σε αυτήν την περίοδο, οι Ναζί ήλπιζαν να υπονομεύσουν τη σταθερότητα της κυβέρνησης μέσω της πολιτικής βίας. Στοχοποιούσαν αυτούς που θεωρούσαν εχθρούς, ιδιαίτερα τους κομμουνιστές και τους Εβραίους. Οι συχνά θορυβώδεις και βίαιοι Ναζί διατάρασσαν σκόπιμα τη δημόσια τάξη. Μάλωναν με τους εξίσου ταραχοποιούς κομμουνιστές και άλλους πολιτικούς αντιπάλους, επιτίθονταν σε Εβραίους περαστικούς, βανδάλιζαν επιχειρήσεις που θεωρούσαν εβραϊκές και αρκετές φορές συγκρούονταν με την αστυνομία. Οι αστυνομικές δυνάμεις της Γερμανίας δυσκολεύονταν να αντεπεξέλθουν σε αυτή την πολιτική αναταραχή. Έπρεπε να εξισορροπήσουν τις δικές τους πολιτικές προτιμήσεις, τις ελευθερίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του λόγου και του συνέρχεσθαι) και τον ρόλο τους ως εγγυητές της δημόσιας τάξης. 

Η αστυνομία αναζητά έναν αγγελιαφόρο που εργαζόταν για τη σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα VORWAERTS.

Κάποιες υποσχέσεις των Ναζί προκαλούσαν το ενδιαφέρον των Γερμανών αστυνομικών. Σε πολλούς Γερμανούς, καθώς και ορισμένους αστυνομικούς, δεν άρεσε η κοινοβουλευτική δημοκρατία ή η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ορισμένοι επιθυμούσαν επιστροφή στον αυταρχισμό, που θα επέκτεινε την αστυνομική εξουσία, ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος και το τέλος της παραταξιακής κομματικής πολιτικής. Το Ναζιστικό Κόμμα υποσχόταν όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμα. Παρά το γεγονός ότι προκαλούσαν σκόπιμα βία και χάος, οι Ναζί υπόσχονταν να επαναφέρουν την τάξη και την πειθαρχία στους γερμανικούς δρόμους. 

Αφού ο Αδόλφος Χίτλερ ανακηρύχθηκε καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933, οι Ναζί προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων της Γερμανίας. Τελικά τα κατάφεραν. Το 1936, ο Χίτλερ διόρισε τον αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ ως Αρχηγό της Γερμανικής Αστυνομίας (Chef der deutschen Polizei), ο οποίος συγκέντρωσε την αστυνομία υπό τον έλεγχό του. Ο Χίμλερ εργάστηκε για να συγχωνεύσει τα SS και την αστυνομία σε μία ενιαία υπηρεσία, αποτελούμενη από διαφορετικούς κλάδους. Νέοι νόμοι και διατάγματα επέτρεψαν στην αστυνομία να συλλαμβάνει, να φυλακίζει και να βασανίζει με ατιμωρησία όσους θεωρούνταν εχθροί. Το 1933, η αστυνομία χρησιμοποίησε αυτές τις νέες εξουσίες κυρίως για να στοχοποιήσει πολιτικούς αντιπάλους, ειδικά τους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές. Αργότερα, η αστυνομία υιοθέτησε μια νέα ναζιστοποιημένη προσέγγιση στο έγκλημα και την πολιτική αντίδραση. Μπορούσε να προχωρήσει σε προληπτικές συλλήψεις και φυλακίσεις πιθανών εχθρών και εγκληματιών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς δικαστική εποπτεία.  

Πέρα από την τήρηση της τάξης, τη σύλληψη πολιτικών αντιπάλων και την επίλυση εγκλημάτων, η αστυνομία έγινε όργανο φυλετικών διώξεων. Η Γκεστάπο διερευνούσε περιπτώσεις «φυλετικής μόλυνσης» και παραβίασης των αντιεβραϊκών νόμων. Στη δεκαετία του 1930, οι ένστολοι της Αστυνομίας Τάξης (Ordnungspolizei) συχνά έκλειναν τα μάτια στη ναζιστική βία και τους βανδαλισμούς, ειδικά όταν επρόκειτο για κρατικά ή κομματικά καθοδηγούμενες ενέργειες. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με τη Νύχτα των Κρυστάλλων

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο ρόλος της γερμανικής αστυνομίας ριζοσπαστικοποιήθηκε. Κλιμάκια της γερμανικής αστυνομίας αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον στρατό, συνήθως επιφορτισμένα με την τήρηση της ασφάλειας πίσω από τις γραμμές του μετώπου στα κατεχόμενα εδάφη. Οι γερμανικές αστυνομικές δυνάμεις διέπραξαν πολυάριθμα εγκλήματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Μεμονωμένοι αστυνομικοί φρουρούσαν τους Εβραίους και τους Ρομά κατά τις απελάσεις, συνελάμβαναν και βασάνιζαν πολιτικούς και φυλετικούς «εχθρούς», και τιμωρούσαν άγρια κάθε αντίσταση κατά των Ναζί. Αστυνομικές μονάδες, όπως τα Κινητά Τάγματα Θανάτου (Einsatzgruppen) και τα τάγματα της Αστυνομίας Τάξης, φρουρούσαν τα γκέτο, διευκόλυναν τις απελάσεις, καταδίωκαν τους εχθρούς της Γερμανίας, κατέστειλαν τα κινήματα αντίστασης και πραγματοποιούσαν μαζικές εκτελέσεις δια τουφεκισμού Εβραίων και άλλων.