Ιστορικό

Το να παρευρίσκεται κάποιος ως μάρτυρας σήμερα σε εγκλήματα, ατυχήματα ή καταστάσεις έκτακτης ανάγκης είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την εποχή του Ολοκαυτώματος. Ηγέτες της ναζιστικής Γερμανίας ωθούμενοι από ιδεολογικούς στόχους διαμόρφωσαν τις πολιτικές. Δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομία και στρατιωτικές δυνάμεις —κρατικοί υπάλληλοι— και οι συνεργάτες τους σε άλλες χώρες εφάρμοσαν φυλετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των αντιεβραϊκών μέτρων, τα οποία κλιμακούμενα οδήγησαν  στη μαζική δολοφονία και τη γενοκτονία

Το Ολοκαύτωμα ήταν μια σειρά γεγονότων που συντελούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι Εβραίοι υπέστησαν απάνθρωπη μεταχείριση, στερήθηκαν πολλά νόμιμα δικαιώματα, υπήρξαν θύματα τόσο τυχαίας όσο και οργανωμένης βίας και ήταν κοινωνικά, αν όχι φυσικά, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Πολλοί άνθρωποι έγιναν «μάρτυρες» αυτού του ριζοσπαστικοποιημένου προγράμματος πολύ πριν ξεκινήσουν οι μαζικές συλλήψεις και οι δολοφονίες.

Ποιοι ήταν οι «παθητικοί θεατές»;

Στρατιώτες από μονάδες της Einsatzgruppe C (κινητή μονάδα εξόντωσης )που δεν έχουν αναγνωριστεί, ψάχνουν τα υπάρχοντα Εβραίων που σφαγιάστηκαν στο Μπάμπι Γιαρ, ένα φαράγγι κοντά στο Κίεβο.

Στο πλαίσιο του Ολοκαυτώματος ο όρος «παθητικός παρατηρητής» χρησιμοποιείται με δύο τρόπους. Ο πρώτος αναφέρεται σε εξωτερικούς ή διεθνείς «αμέτοχους θεατές», δηλαδή όχι κατά κυριολεξία μάρτυρες λόγω της απόστασης που τους χώριζε από τα πραγματικά γεγονότα. Αυτοί οι «παθητικοί θεατές» προέρχονται από τις κυβερνήσεις των Συμμάχων και τις ουδέτερες χώρες έως τα θρησκευτικά ιδρύματα και τις εβραϊκές οργανώσεις. Ο δεύτερος τρόπος —στον οποίο και εστιάζει αυτό το άρθρο— αναφέρεται σε «παθητικούς παρατηρητές» εντός της κοινωνίας, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στα γεγονότα και συχνά έχουν φυσική παρουσία.

Οι «παθητικοί παρατηρητές», όπως ο όρος χρησιμοποιείται για αναφορές σε γερμανικούς και ευρωπαϊκούς πληθυσμούς που βίωσαν από κοντά τα πραγματικά γεγονότα, προσδιορίζονται συχνά από αυτό που δεν ήταν. Δεν ήταν οι «θύτες» ή τα «θύματα». Ούτε εντάσσονταν στη μικρή μειοψηφία των «προστατών» των «θυμάτων». Οι «παθητικοί παρατηρητές» ως ομάδα έχουν συχνά χαρακτηριστεί ως «παθητικοί» ή «αδιάφοροι». Για παράδειγμα, περιλάμβαναν εκείνους που δεν μίλησαν όταν έγιναν μάρτυρες της δίωξης ατόμων τα οποία στοχοποιήθηκαν απλώς επειδή ήταν Εβραίοι, ή εκείνους που, κατά το στάδιο της μαζικής δολοφονίας, δεν πρόσφεραν καταφύγιο στους Εβραίους που αναζητούσαν μέρη για να κρυφτούν.

Αυτές καθαυτές οι δύο λέξεις «παθητικοί» και «αδιάφοροι» έχουν ξεχωριστές σημασίες. «Παθητικός» σημαίνει «αδρανής». Η παθητικότητα θα μπορούσε να πηγάζει από ένα φάσμα πολύ διαφορετικών συναισθημάτων: από αίσθηση αδυναμίας, από φόβο για τη σωματική τους ακεραιότητα, από κοινωνικές πιέσεις μέσα στην ομάδα ή στην κοινότητα που κάποιος ανήκει, από ανοχή ή για υποστήριξη των πράξεων των δραστών.

Η λέξη «αδιάφορος» ορίζεται ως κάποιος που «δεν δείχνει ενδιαφέρον ή φροντίδα για κάτι: είναι απαθής». Η «αδιαφορία» των «παθητικών παρατηρητών» για τα δεινά των Εβραίων αποδίδεται συχνά στις καθημερινές αγωνίες των ανθρώπων, από την προσπάθεια που κατέβαλαν για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930 έως και την επικέντρωσή τους στην επιβίωση των οικογενειών τους μπροστά στις στερήσεις και τα βάσανα του πολέμου.

Οι υφιστάμενες αντισημιτικές προκαταλήψεις, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών θρησκευτικών μορφών αντισημιτισμού, οι οποίες εντάθηκαν με τις ναζιστικές προπαγανδιστικές προσπάθειες ώστε να διχάσουν λαούς διαφορετικών εθνικών καταβολών, είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να βλέπουν τους Εβραίους ως «ξένους», συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο κλίμα αδιαφορίας ή απάθειας.

Τι συνέβη όμως με τους «παθητικούς παρατηρητές» που δεν ήταν «παθητικοί», «αδιάφοροι» ή «απαθείς»; Με την πάροδο του χρόνου πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν σε διαφορετικό βαθμό στα γεγονότα του Ολοκαυτώματος απ' ό,τι δηλώνει ο γενικός όρος «παθητικοί θεατές» και οι χαρακτηρισμοί που συνδέονται με αυτόν.

Επίπεδα συμμετοχής

Μετά τον πόλεμο πολλοί απλοί Γερμανοί και Ευρωπαίοι ισχυρίστηκαν ότι «δεν συμμετείχαν» κατ’ ουσίαν, ότι ήταν «παθητικοί θεατές». Ωστόσο, η άρνηση ανάληψης οποιασδήποτε ευθύνης για ό,τι συνέβη, αποκρύπτει την πραγματική συμμετοχή των ανθρώπων σε όλα τα επίπεδα της γερμανικής κοινωνίας και όχι μόνο. Συμμετείχαν επίσης πολλοί μάρτυρες γεγονότων οι οποίοι με τη στάση τους ενέκριναν ή ανέχονταν αυτό που έβλεπαν.

Στη ναζιστική Γερμανία πολλά άτομα είχαν ενεργή ή ημιενεργή συμμετοχή στις ναζιστικές φυλετικές και αντισημιτικές πολιτικές. Σε αυτά περιλαμβάνονταν δημόσιοι υπάλληλοι που συμμετείχαν στο πλαίσιο της συνήθους εργασίας τους: υπάλληλοι φορολογικών υπηρεσιών που επεξεργάζονταν φορολογικά έντυπα, όπως μεταξύ άλλων την υπέρογκη αύξηση του «φόρου επί του εβραϊκού πλούτου» που επιβλήθηκε μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων ή την επεξεργασία των περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν από το κράτος, συμπεριλαμβανομένων κατοικιών και προσωπικών αντικειμένων που εγκαταλείφθηκαν μετά τη «μετεγκατάσταση» των Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου στα κατεχόμενα εδάφη· υπάλληλοι που τηρούσαν αρχεία με έγγραφα ταυτοποίησης στα οποία περιλαμβάνονταν η «φυλή» ή η «θρησκεία» κάποιου ατόμου· δάσκαλοι που εφάρμοσαν προγράμματα σπουδών στα οποία ήταν ενσωματωμένο ρατσιστικό και αντισημιτικό περιεχόμενο.

Μεμονωμένοι πολίτες επέλεξαν να συμμετέχουν όταν από αίσθημα καθήκοντος ή λόγω προκατάληψης ή επειδή ανέκυψε ευκαιρία για επαγγελματικό ή άλλο προσωπικό όφελος, κατήγγειλαν οικειοθελώς τους συναδέλφους και τους γείτονές τους στην αστυνομία λόγω των υποτιθέμενων αδικημάτων τους ως Εβραίοι, αντι- Χιτλερικοί ή ομοφυλόφιλοι.

Οι έφηβοι σε πολλές κοινότητες άρχισαν να συμμετέχουν καθώς απολάμβαναν τη νέα δύναμή τους να παρενοχλούν ατιμώρητα Εβραίους συμμαθητές ή ακόμα και ενήλικες για τους οποίους γενικότερα η νεολαία είχε διδαχθεί τον σεβασμό, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην απομόνωση των Εβραίων.

Πολλοί απλοί Γερμανοί συμμετείχαν αφού απέκτησαν εβραϊκές επιχειρήσεις, σπίτια ή αντικείμενα που πωλούνταν σε τιμές ευκαιρίας ή επωφελήθηκαν από τον μειωμένο επιχειρηματικό ανταγωνισμό, εφόσον οι Εβραίοι εκδιώκονταν από την οικονομία. Δεδομένου αυτού του κέρδους, οι εν λόγω «παθητικοί παρατηρητές» επιδίωξαν τη συμμετοχή τους στη συνεχόμενη δίωξη των εκτοπισθέντων.

Εκτός της ναζιστικής Γερμανίας, αμέτρητοι μη Γερμανοί —από ηγέτες, δημοσίους υπαλλήλους και αστυνομικούς μέχρι απλούς πολίτες— συμμετείχαν μέσω της συνεργασίας τους με το ναζιστικό καθεστώς μετά τη γερμανική κατοχή των χωρών τους κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνέβαλαν με την ιδιότητά τους ως υπάλληλοι και κατάσχοντες περιουσιακά στοιχεία· ως υπάλληλοι σιδηροδρόμων και άλλων επιχειρήσεων μεταφορών· ως υπεύθυνοι ή συμμετέχοντες σε συλλήψεις και απελάσεις· ως πληροφοριοδότες· μερικές φορές ως δράστες βίαιων πράξεων κατά των Εβραίων με δική τους πρωτοβουλία· και μερικές φορές ως βοηθοί δολοφόνοι σε επιχειρήσεις δολοφονίας, ιδίως στις μαζικές εκτελέσεις Εβραίων και άλλων ατόμων σε κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη στους οποίους συμμετείχαν χιλιάδες Ανατολικοευρωπαίοι.

Σε κοινότητες σε όλη την Ευρώπη όπου οι Γερμανοί εφάρμοζαν την «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος», χρειάζονταν τη βοήθεια ανθρώπων που γνώριζαν τις περιοχές και μιλούσαν τις τοπικές διαλέκτους για να τους βοηθήσουν στον εντοπισμό Εβραίων που απέφευγαν τις συλλήψεις. Καθώς η γερμανική και η τοπική αστυνομία έβρισκαν πρόθυμους βοηθούς δελεασμένους από την ευκαιρία για υλικά κέρδη ή ανταμοιβές, οι Εβραίοι που κρύβονταν σε χώρες από την κατεχόμενη Ολλανδία έως την κατεχόμενη Πολωνία ήρθαν αντιμέτωποι με αντίξοες συνθήκες επιβίωσης.

Εύρος πράξεων βοήθειας

Πλαστή ταυτότητα για την Izabela Bieżuńska, μέλος του Żegota

Ο αριθμός των «προστατών» οι οποίοι είτε εργάστηκαν ενεργά για τη διάσωση Εβραίων, συχνά συμμετέχοντας σε δίκτυα αντίστασης, είτε ανταποκρίθηκαν σε αιτήματα να τους παρέχουν στέγη, ήταν σχετικά μικρός. Αυτή η μορφή βοήθειας, εάν γινόταν αντιληπτή, ειδικά στη ναζιστική Γερμανία και στην κατεχόμενη Ανατολική Ευρώπη, τιμωρούνταν με σύλληψη και συχνά με εκτέλεση.

Μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων που είχαν υπάρξει μάρτυρες βασανισμού των θυμάτων, βοήθησε σε μικρότερο βαθμό. Μια μικρή μειοψηφία εξέφρασε δημόσια την αλληλεγγύη της στους διωκόμενους, ως επί το πλείστον επρόκειτο για απομονωμένους κληρικούς σε ορισμένες κοινότητες στη ναζιστική Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες. Άλλα άτομα βοήθησαν τα θύματα αγοράζοντας τρόφιμα ή άλλες προμήθειες για εβραϊκά νοικοκυριά για τα οποία τα καταστήματα έπαψαν να λειτουργούν· παρέχοντας πλαστά έγγραφα ταυτότητας ή προειδοποιήσεις για επερχόμενες συλλήψεις· αποθηκεύοντας αντικείμενα για όσους βρίσκονταν σε φυγή τα οποία μπορούσαν να πωληθούν σταδιακά για την αγορά τροφίμων.

Ορισμένα άτομα, προβαίνοντας σε μικρές πράξεις καλοσύνης, αγκάλιαζαν δημόσια Εβραίους φίλους και γείτονες όταν τους έπαιρναν από τα σπίτια τους και τους πήγαιναν σε τρένα για «μετεγκατάσταση» ή τους πρόσφεραν σάντουιτς και κουβέρτες. Οι Εβραίοι επιζώντες συχνά θυμούνταν έντονα αυτές τις στιγμές επειδή ήταν ανθρώπινες και καθόλου συνηθισμένες.

Είναι ξεπερασμένος ο όρος «παθητικοί παρατηρητές»;

Τα παραπάνω παραδείγματα μάς βοηθούν να διακρίνουμε μεταξύ τους τους «παθητικούς παρατηρητές», μια μεγάλη ομάδα που περιλαμβάνει τεράστιο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι συχνά θεωρούνται ότι είναι όλοι ίδιοι. Αναδεικνύουν τις δυνατότητες δράσης με τρόπους περισσότερο —ή λιγότερο— επωφελείς για τα θύματα. Βασιζόμενοι στα στοιχεία των εν λόγω παραδειγμάτων, ειδικότερα στα στοιχεία των υψηλών επιπέδων ενεργού ή ημιενεργού συμμετοχής σε γεγονότα του Ολοκαυτώματος, ένας αυξανόμενος αριθμός μελετητών τα τελευταία χρόνια υποστήριξε ότι ο όρος «παθητικός παρατηρητής» έχει πλέον ξεπεραστεί και θα πρέπει να εγκαταλειφθεί επειδή εμπεριέχει τις έννοιες της παθητικότητας και της αδράνειας.

Απαιτείται περισσότερη έρευνα όσον αφορά την κοινωνική δυναμική εντός των επηρεαζόμενων ομάδων και κοινοτήτων σε διαφορετικές περιοχές και χώρες. Περαιτέρω μελλοντικές μελέτες θα μας βοηθήσουν να σκιαγραφήσουμε πληρέστερα και σε κάθε δυνατή πτυχή το εύρος των συμπεριφορών που σημάδεψαν τις σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων, ώστε να προχωρήσουμε και να ξεπεράσουμε ευρείες γενικές θεωρήσεις σχετικά με τους «παθητικούς παρατηρητές».

Οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι, σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, κινητοποιήθηκαν ή κατέληξαν να κάνουν ό,τι έκαναν —ή ό,τι δεν έκαναν— για να διευκολύνουν τη δίωξη και τη μαζική δολοφονία άλλων ανθρώπων.