British prime minister Neville Chamberlain (left), German chancellor Adolf Hitler (center), and French premier Edouard Daladier (right) ...

Η βρετανική πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία

Ο κατευνασμός είναι μια διπλωματική στρατηγική. Περιλαμβάνει παροχή παραχωρήσεων σε μια επιθετική ξένη δύναμη, με στόχο την αποφυγή πολεμικής εμπλοκής. Συνδέεται συχνότερα με τον Βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλαιν, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1937 έως το 1940. Στη δεκαετία του 1930, η βρετανική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική κατευνασμού απέναντι στη ναζιστική Γερμανία. Σήμερα, ο κατευνασμός θεωρείται ευρύτερα ως μια αποτυχημένη διπλωματική τακτική, επειδή δεν κατάφερε να αποτρέψει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σημαντικά γεγονότα

  • 1

    Ο κατευνασμός ήταν μια πρακτική στρατηγική επιλογή. Αντικατόπτριζε τις εγχώριες ανησυχίες και τη διπλωματική προσέγγιση της Βρετανίας στη δεκαετία του 1930.

  • 2

    Η Συμφωνία του Μονάχου είναι το γνωστότερο παράδειγμα κατευνασμού. Υπογράφηκε από τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία το 1938.

  • 3

    Η στρατηγική αυτή δεν σταμάτησε τον Αδόλφο Χίτλερ και τους Ναζί. Ήταν αποφασισμένοι να κατακτήσουν εδάφη και να διεξάγουν πόλεμο.

Ο κατευνασμός είναι μια διπλωματική στρατηγική. Σημαίνει την παροχή παραχωρήσεων σε μια επιθετική ξένη δύναμη, ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος. Το γνωστότερο παράδειγμα κατευνασμού είναι η βρετανική εξωτερική πολιτική απέναντι στη ναζιστική Γερμανία τη δεκαετία του 1930. Στην κοινή μνήμη, ο κατευνασμός έχει συνδεθεί κυρίως με τον Βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλαιν (εν ενεργεία 1937-1940). Ωστόσο, ο κατευνασμός της ναζιστικής Γερμανίας ήταν επίσης η πολιτική των προκατόχων του, Τζέιμς Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ (1929-1935) και Στάνλεϊ Μπάλντουιν (1935-1937). 

Στη δεκαετία του 1930, οι Βρετανοί ηγέτες ακολούθησαν την πολιτική του «κατευνασμού», θέλοντας να αποφύγουν έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) κατέστρεψε την Ευρώπη και προκάλεσε τον θάνατο εκατομμυρίων. Οι καταστροφικές απώλειες του πολέμου άφησαν τη Βρετανία, ψυχολογικά, οικονομικά και στρατιωτικά απροετοίμαστη για έναν ακόμη πόλεμο στην Ευρώπη. 

Η βρετανική πολιτική απέναντι στους ναζί ήταν ιδιαίτερα σημαντική, λόγω της διεθνούς θέσης της Βρετανίας. Η Βρετανία ήταν μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις παγκοσμίως (αν όχι η μεγαλύτερη) στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν υπό την κυβέρνηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και, στη δεκαετία του 1930, το 20% της επιφάνειας της γης ήταν υπό βρετανικό έλεγχο. 

Η ναζιστική απειλή για την ευρωπαϊκή ειρήνη 

Adolf Hitler addresses an SA rally, Dortmund, Germany, 1933

Ο Αδόλφος Χίτλερ εκφωνεί λόγο σε μια συγκέντρωση των Ταγμάτων Εφόδου (SA). Dortmund, Γερμανία, 1933. 

Πηγές:
  • US Holocaust Memorial Museum, courtesy of William O. McWorkman

Ως ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας (1933-1945), ο Αδόλφος Χίτλερ ακολούθησε επιθετική εξωτερική πολιτική. Αγνόησε τα διεθνή σύνορα και τις συμφωνίες που είχαν θεσπιστεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Οι ναζί ήθελαν να αποκαταστήσουν το κύρος της Γερμανίας ως υπερδύναμης, ανατρέποντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η συνθήκη είχε προσπαθήσει να περιορίσει την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας. Απέδωσε ευθύνες στη Γερμανία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανάγκασε τους Γερμανούς να πληρώσουν πολεμικές αποζημιώσεις. Η συνθήκη επίσης μείωσε τα γερμανικά εδάφη και περιόρισε το μέγεθος του Γερμανικού στρατού. Οι ναζί σχεδίαζαν να ανασυγκροτήσουν τον Γερμανικό στρατό και να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη. Όμως, ο Χίτλερ και οι ναζί σχεδίαζαν πολλά περισσότερα από την απλή ανατροπή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Ήθελαν να ενώσουν όλους τους Γερμανούς σε μια ναζιστική αυτοκρατορία και να επεκταθούν κατακτώντας «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) στην ανατολική Ευρώπη. 

Έως το 1933, οι ιδέες του Χίτλερ για την εξωτερική πολιτική είχαν γίνει ξεκάθαρες μέσα από τις ομιλίες και τα γραπτά του. Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος, προσπάθησε να εμφανιστεί σαν ειρηνικός ηγέτης. 

Γνώση της Βρετανίας σχετικά με τις ναζιστικές ιδέες για την εξωτερική πολιτική 

Το 1933 η Βρετανική κυβέρνηση γνώριζε τις ιδέες του Χίτλερ σχετικά με την εξωτερική πολιτική και τον πόλεμο. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Βρετανός πρέσβης στη Γερμανία έστειλε μια αναφορά στο Λονδίνο. Η αναφορά συνόψιζε το πολιτικό μανιφέστο και αυτοβιογραφία του Χίτλερ, Ο Αγών μου (Mein Kampf). Αυτή η αναφορά έκανε ξεκάθαρη την επιθυμία του Χίτλερ να χρησιμοποιήσει τον πόλεμο και τη στρατιωτική δύναμη για να ξανασχεδιάσει τον χάρτη της Ευρώπης. 

Οι Βρετανοί αξιωματούχοι δεν ήταν σίγουροι αν θα έπρεπε να πάρουν το μανιφέστο του Χίτλερ σοβαρά, ή πώς να απαντήσουν. Ορισμένοι υπέθεσαν ότι οι προτεραιότητες του Χίτλερ θα άλλαζαν όταν αναλάμβανε τις ευθύνες της διακυβέρνησης. Μάλιστα, ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν πίστευε ότι η βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε να διαπραγματευτεί με τον Χίτλερ καλή τη πίστει. Ο Τσάμπερλεν ήλπιζε ότι κατευνάζοντας τον Χίτλερ (δηλαδή, συμφωνώντας με κάποιες από τις απαιτήσεις του), οι ναζί δεν θα κατέφευγαν σε πόλεμο. 

Άλλοι προειδοποιούσαν ότι δεν θα μπορούσαν να εμπιστευτούν τον Χίτλερ, εντός του συνηθισμένου πλαισίου της διεθνούς διπλωματίας. Η πιο αξιοσημείωτη αντίθετη φωνή ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ο Τσόρτσιλ ήταν μια εξέχουσα πολιτική φωνή και μέλος του Κοινοβουλίου τη δεκαετία του 1930. Εξέδωσε επανειλημμένα δημόσιες προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονούσαν ο Χίτλερ και ο φασισμός για τη Βρετανία. 

Γιατί η Βρετανία επέλεξε τον κατευνασμό στις αρχές της δεκαετίας του 1930;

Διάφοροι παράγοντες οδήγησαν τη βρετανική κυβέρνηση στην υιοθέτηση μιας πολιτικής κατευνασμού και στην προσπάθεια της αποφυγής του πολέμου με κάθε κόστος. Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς παράγοντες ήταν ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος, η αυτοκρατορική πολιτική και άλλοι γεωπολιτικοί προβληματισμοί. 

Εσωτερικές ανησυχίες της Βρετανίας

Η βρετανική πολιτική κατευνασμού αντικατόπτριζε εν μέρει εσωτερικά ζητήματα, όπως οικονομικά προβλήματα και αντιπολεμικά συναισθήματα. Στη δεκαετία του 1930, η Μεγάλη Ύφεση, γνωστή στη Βρετανία ως η Μεγάλη Κατάρρευση, προκάλεσε κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας. Οι οικονομικές κακουχίες οδήγησαν σε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις στους δρόμους. 

Το αντιπολεμικό συναίσθημα και η υποστήριξη της ιδέας του κατευνασμού ήταν ευρέως διαδεδομένα στη Βρετανία. Τα πιο ισχυρά κοινωνικά στρώματα της βρετανικής κοινωνίας υποστήριζαν τον κατευνασμό. Σε αυτά περιλαμβάνονταν επιφανείς ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου, καθώς και η βασιλική οικογένεια. Η Βρετανική Εταιρεία Μεταδόσεων (Βritish Broadcasting Company, BBC) και η εφημερίδα The Times υποστήριξαν δημοσίως αυτήν την πολιτική. Οι περισσότεροι ηγέτες του Συντηρητικού Κόμματος επίσης την υποστήριξαν, με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ να αποτελεί τη σημαντικότερη εξαίρεση.

Βρετανική αυτοκρατορική πολιτική

Η αυτοκρατορική πολιτική της Βρετανίας διαμόρφωσε επίσης τη στάση της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στον πόλεμο και τον κατευνασμό. Ο πλούτος, η δύναμη και η ανεξαρτησία της Βρετανίας εξαρτώνταν από την αυτοκρατορία, η οποία περιλάμβανε επικράτειες και αποικίες. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βρετανοί βασίζονταν στην αυτοκρατορία τους για πόρους και στρατιώτες. Στην περίπτωση ενός ακόμα πολέμου, οι Βρετανοί χρειάζονταν την αυτοκρατορία για να νικήσουν. Όμως, η αυτοκρατορική υποστήριξη ήταν λιγότερο σίγουρη στη δεκαετία του 1930 από ότι ήταν στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Στη δεκαετία του 1930, οι Βρετανοί πολιτικοί ανησυχούσαν για το ότι ένας πόλεμος θα απειλούσε τη σχέση μεταξύ της Βρετανίας και των επικρατειών της. Οι επικράτειες περιλάμβαναν την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε αυτές τις επικράτειες είχε παραχωρηθεί σημαντικός βαθμός ανεξαρτησίας εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτικοί δεν ήταν σίγουροι ότι θα υπήρχε γενική υποστήριξη από τις επικράτειες στην περίπτωση ενός ακόμα παγκοσμίου πολέμου. 

Οι Βρετανοί πολιτικοί ανησυχούσαν ότι ένας πόλεμος θα προκαλούσε αντιαποικιακά κινήματα στις μέχρι τότε βρετανικές αποικίες. Ανάμεσα στις βρετανικές αποικίες ήταν το Μπαρμπάντος, η Ινδία, η Τζαμάικα και η Νιγηρία. Από την πλευρά των Βρετανών, η αποαποικιοποίηση θα ήταν καταστροφική. Θα οδηγούσε στην απώλεια των αποικιών, των πόρων και των πρώτων υλών τους. Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση φοβόταν ότι χάνοντας έναν πόλεμο, θα έχανε τις αποικίες της σε μια μεταπολεμική ειρηνευτική διευθέτηση. 

Άλλοι γεωπολιτικοί προβληματισμοί

Η βρετανική πολιτική κατευνασμού ήταν επίσης μια αντίδραση στο διπλωματικό τοπίο της δεκαετίας του 1930. Οι ισχυρότερες διεθνείς δυνάμεις της εποχής (οι ΗΠΑ, η Ιταλία, η Σοβιετική Ένωση και η Γαλλία) είχαν τους δικούς τους εσωτερικούς και γεωπολιτικούς προβληματισμούς. Και η Κοινωνία των Εθνών, η οποία συστάθηκε με σκοπό την αποφυγή πολέμου, αποδείχθηκε ανεπαρκής απέναντι στην επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. 

Ο κατευνασμός των Ναζί από τους Βρετανούς κατά τον Γερμανικό επανεξοπλισμό, 1933-1937

Από το 1933 έως το 1937, η Βρετανική κυβέρνηση υιοθέτησε την πολιτική του κατευνασμού ως απάντηση στον επανεξοπλισμό της ναζιστικής Γερμανίας. Από το φθινόπωρο του 1933, οι Ναζί πραγματοποίησαν αρκετές κινήσεις, δείχνοντας ότι δεν είχαν σκοπό να σεβαστούν τα υπάρχοντα σύμφωνα ή να δεχθούν την τάξη πραγμάτων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1933 η ναζιστική Γερμανία αποσύρθηκε από ένα διεθνές συνέδριο αφοπλισμού και από την Κοινωνία των Εθνών. Το 1935 το ναζιστικό καθεστώς ανακοίνωσε δημόσια τη δημιουργία γερμανικής αεροπορικής δύναμης (Luftwaffe) και την επαναφορά της στρατολόγησης. Έπειτα, το 1936, οι Ναζί επαναστρατιωτικοποίησαν τη Ρηνανία, μια περιοχή στη δυτική Γερμανία, στα σύνορα με τη Γαλλία. 

Πολλά μέλη της διεθνούς κοινότητας ανησύχησαν λόγω των δράσεων των Ναζί και προβληματίστηκαν σχετικά με τις μελλοντικές προθέσεις του Χίτλερ. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε κοινή συναίνεση για την καλύτερη απάντηση στην εξωτερική πολιτική του Χίτλερ. 

Οι βρετανικές κυβερνήσεις υπό τον πρωθυπουργό των Εργατικών Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ (1929-1935) και τον πρωθυπουργό των Συντηρητικών Στάνλεϊ Μπάλντουιν (1935-1937), επέλεξαν να μην επιβάλουν κυρώσεις ή να τιμωρήσουν τη ναζιστική Γερμανία για την παραβίαση διεθνών συμφωνιών. Αντίθετα, προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους Γερμανούς. Τον Ιούνιο του 1935 οι Βρετανοί υπέγραψαν την Αγγλο-Γερμανική Ναυτική Συμφωνία με τη ναζιστική Γερμανία. Η συμφωνία επέτρεπε στη Γερμανία να διατηρεί πολύ μεγαλύτερη ναυτική δύναμη από ό,τι της επιτρεπόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι Βρετανοί ηγέτες ήλπιζαν πως αυτή η συμφωνία θα απέτρεπε έναν ναυτικό ανταγωνισμό εξοπλισμών μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας.

Διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919 απαγόρευαν στη Γερμανία (η οποία ηττήθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) να διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις σε μια αποστρατικοποιημένη ζώνη στη Ρηνανία – περιοχή της δυτικής Γερμανίας που συνορεύει με τη Γαλλία, το Βέλγιο και τμήμα της Ολλανδίας. Η συνθήκη όριζε ότι η περιοχή θα βρισκόταν υπό την κατοχή των συμμαχικών δυνάμεων –συμπεριλαμβανομένων αμερικανικών στρατευμάτων. Καταστρατηγώντας σαφέστατα τη συνθήκη, στις 7 Μαρτίου 1936, ο Χίτλερ διέταξε τα γερμανικά στρατεύματα να ανακαταλάβουν τη ζώνη. Ο Χίτλερ ανέμενε ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν θα παρέμβαιναν. Η πράξη του καταδικάστηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, αλλά καμία από τις δεν παρενέβη για την επιβολή της συνθήκης. Το βίντεο αυτό δείχνει τις γερμανικές δυνάμεις που εισέρχονται στη Ρηνανία.

Πηγές:
  • UCLA Film and Television Archive

Ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν και ο κατευνασμός της εδαφικής επιθετικότητας των Ναζί, 1938 

Ο Νέβιλ Τσάμπερλεν έγινε πρωθυπουργός τον Μάιο του 1937. Ως πρωθυπουργός, ήλπιζε να εστιάσει σε εσωτερικά ζητήματα και όχι σε διεθνή. Όμως, ο Τσάμπερλαιν δεν μπορούσε να αγνοεί την εξωτερική πολιτική για πολύ. 

Η Γερμανία προσαρτά την Αυστρία

Τον Μάρτιο του 1938, η ναζιστική Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία, παραβιάζοντας σαφέστατα τα σύμφωνα ειρήνης που ακολούθησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προσάρτηση της Αυστρίας απέδειξε την πλήρη αδιαφορία των Ναζί για την αυτονομία και τα σύνορα των γειτόνων τους. Παρ’ όλα αυτά, η διεθνής κοινότητα το αντιμετώπισε ως τετελεσμένο γεγονός. Καμία ξένη κυβέρνηση δεν επενέβη. Η διεθνής κοινότητα ήλπιζε ότι ο γερμανικός επεκτατισμός θα σταματούσε εκεί. 

Κάποιοι καταδίκασαν την απόφαση για μη επέμβαση στην Αυστρία. Κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του στη Βουλή των Κοινοτήτων, τον Μάρτιο του 1938, ο Τσόρτσιλ προειδοποίησε ότι η προσάρτηση της Αυστρίας ήταν απλώς η αρχή της εδαφικής επιθετικότητας των Ναζί. Είπε, 

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποτιμηθεί η βαρύτητα [της προσάρτησης της Αυστρίας]. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρόγραμμα επιθετικότητας, τέλεια υπολογισμένο και συντονισμένο, το οποίο εκτυλίσσεται βήμα-βήμα και υπάρχει μόνο μια επιλογή... είτε να υποκύψουμε, όπως η Αυστρία, είτε να πάρουμε δραστικά μέτρα... Η αντίσταση θα είναι δύσκολη... είμαι όμως σίγουρος [ότι η κυβέρνηση θα αποφασίσει να δράσει]... για να διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη και, αν αυτή δεν μπορεί να διατηρηθεί, για να διατηρήσει την ελευθερία των εθνών της Ευρώπης. Εάν καθυστερήσουμε, ... [π]όσους φίλους θα αποξενώσουμε, πόσους πιθανούς συμμάχους θα χάσουμε...;

Στους μήνες που ακολούθησαν, ο Τσόρτσιλ ξεκίνησε να επιδιώκει μια αμυντική στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Για πολλούς, η αντίθεση του Τσόρτσιλ στον κατευνασμό και οι επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις του για τον Χίτλερ φαίνονταν πολεμοχαρείς και παρανοϊκές. Η επιμονή του στην προετοιμασία της Βρετανίας για πόλεμο δεν τον έκανε προσφιλή στα υπόλοιπα μέλη του Συντηρητικού Κόμματος που υποστήριζαν τον Τσάμπερλαιν.

Η κρίση της Σουδητίας

Όλες οι ελπίδες ότι η Γερμανία θα σταματούσε μετά την Αυστρία έσβησαν σχεδόν αμέσως. Ο Χίτλερ έστρεψε το βλέμμα του στη Σουδητία, μια κατά κύριο λόγο γερμανόφωνη περιοχή της Τσεχοσλοβακίας. Το καλοκαίρι του 1938, οι Ναζί ενορχήστρωσαν μια κρίση στη Σουδητία. Ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι οι Γερμανοί στην περιοχή καταπιέζονταν από την Τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, οι Ναζί ήθελαν να προσαρτήσουν την περιοχή και αναζητούσαν αφορμή για να καταλάβουν τη Σουδητία. Ο Χίτλερ απείλησε με πόλεμο εάν οι Τσεχοσλοβάκοι αρνούνταν να παραχωρήσουν την περιοχή στη Γερμανία. 

Οι Βρετανοί είδαν τη σύγκρουση μεταξύ Γερμανίας και Τσεχοσλοβακίας ως διεθνή κρίση. Η Αυστρία είχε απομονωθεί διπλωματικά όταν προσαρτήθηκε στη ναζιστική Γερμανία. Αντίθετα, η Τσεχοσλοβακία είχε σημαντικές συμμαχίες με τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι, μέσω της κρίσης της Σουδητίας, υπήρχε το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένας ευρωπαϊκός ή ακόμη και παγκόσμιος πόλεμος. 

Ο Τσάμπερλαιν διαπραγματεύεται με τον Χίτλερ

Τον Σεπτέμβριο του 1938, η Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα του πολέμου. Εκείνη ήταν η στιγμή που ο Τσάμπερλαιν ενεπλάκη προσωπικά. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, ο Τσάμπερλαιν επισκέφθηκε το εξοχικό του Χίτλερ στο Μπερχτεσγκάντεν για να διαπραγματευτεί τους όρους του Γερμανού ηγέτη. Στόχος του Τσάμπερλαιν  ήταν η επίτευξη μιας διπλωματικής λύσης ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος. 

Το ζήτημα όμως παρέμεινε άλυτο. Έτσι, ο Τσάμπερλαιν και ο Χίτλερ συναντήθηκαν ξανά στις 22 και στις 23 Σεπτεμβρίου. Στη δεύτερη συνάντηση, ο Χίτλερ είπε στον Τσάμπερλαιν ότι η Γερμανία θα καταλάμβανε τη Σουδητία έως την 1η Οκτωβρίου, με ή χωρίς διεθνή συμφωνία. 

Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Τσάμπερλαιν ανακοίνωσε μέσω ραδιοφώνου τη στάση του σχετικά με τις διαπραγματεύσεις και τη μοίρα της Σουδητίας: 

«Πόσο φριχτό, απίστευτο και απίθανο θα ήταν να ξεκινήσουμε να σκάβουμε χαρακώματα και να δοκιμάζουμε μάσκες αερίων εδώ, λόγω μιας διαμάχης σε μια μακρινή χώρα, μεταξύ ανθρώπων για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα... Όσο κι αν συμπάσχουμε με ένα μικρό έθνος που αντιμετωπίζει έναν μεγάλο και ισχυρό γείτονα, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να εμπλέξουμε ολόκληρη τη Βρετανική αυτοκρατορία σε πόλεμο για χάρη του. Εάν χρειαστεί να πολεμήσουμε, θα πρέπει να είναι για ζητήματα πολύ μεγαλύτερα.»

Η Συμφωνία του Μονάχου, 29-30 Σεπτεμβρίου 1938

Στις 29-30 Σεπτεμβρίου του 1938, ένα διεθνές συνέδριο έλαβε χώρα στο Μόναχο. Οι παρευρισκόμενοι ήταν ο Τσάμπερλαιν, ο Χίτλερ, ο Γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ και ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι. Η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας δεν ήταν μέρος των διαπραγματεύσεων. Στο Μόναχο, ο Τσάμπερλαιν και οι υπόλοιποι συμφώνησαν να παραχωρήσουν τη Σουδητία από την Τσεχοσλοβακία στη Γερμανία, από την 1η Οκτωβρίου. Σε αντάλλαγμα για τις παραχωρήσεις των Σουδητών, ο Χίτλερ υπαναχώρησε από κάθε διεκδίκηση της υπόλοιπης Τσεχοσλοβακίας. Ο πόλεμος είχε προς το παρόν αποφευχθεί. Οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αγνόησαν κατάφωρα την αυτονομία της Τσεχοσλοβακίας στο όνομα της αποφυγής του πολέμου.

Η Συμφωνία του Μονάχου ήταν η σημαντικότερη πράξη κατευνασμού από τη Βρετανία, έως εκείνη τη στιγμή.

British prime minister Neville Chamberlain (left), German chancellor Adolf Hitler (center), and French premier Edouard Daladier (right) ...

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλαιν (αριστερά), ο Γερμανός καγκελάριος Αδόλφος Χίτλερ (κέντρο) και ο Γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ (δεξιά) συσκέπτονται στο Μόναχο για να αποφασίσουν την τύχη της Τσεχοσλοβακίας. Γερμανία, 30 Σεπτεμβρίου 1938.

Πηγές:
  • Yad Vashem Photo Archives

Νέβιλ Τσάμπερλαιν: «Ειρήνη για την εποχή μας»

Ο Τσάμπερλαιν επέστρεψε από τη συνάντηση στο Μόναχο θριαμβευτικά. Στο Λονδίνο ανακοίνωσε χαρακτηριστικά: 

«Καλοί μου φίλοι, για δεύτερη φορά στην ιστορία μας, ένας Βρετανός πρωθυπουργός επέστρεψε από το Μόναχο φέρνοντας νέα ειρήνης με υπερηφάνεια. Πιστεύω πως σημαίνει ειρήνη για την εποχή μας.»

Η φράση του Τσάμπερλαιν πολλές φορές παρατίθεται λάθος ως «ειρήνη στην εποχή μας».

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ καταδικάζει τη Συμφωνία του Μονάχου

Η αισιοδοξία του Τσάμπερλαιν συνάντησε και αντιρρήσεις. Σε μια ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 5 Οκτωβρίου του 1938, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ καταδίκασε τη Συμφωνία του Μονάχου. Την αποκάλεσε «ολοκληρωτική και συντριπτική ήττα» για τη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Επιπλέον, ο Τσόρτσιλ υποστήριξε ότι η βρετανική πολιτική κατευνασμού είχε «υπονομεύσει βαθιά και ίσως είχε θέσει σε κίνδυνο μοιραία την ασφάλεια ή ακόμη και την ανεξαρτησία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας».

Η αποτυχία της Συμφωνίας του Μονάχου και το τέλος του κατευνασμού

Η Συμφωνία του Μονάχου απέτυχε να σταματήσει την εδαφική επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας. Τον Μάρτιο του 1939, η ναζιστική Γερμανία διέλυσε την Τσεχοσλοβακία και κατέλαβε τα τσέχικα εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Πράγας. Με βάση τη ρητορική του Χίτλερ, ήταν ξεκάθαρο (σαφές) ότι ο επόμενος στόχος των Ναζί ήταν η Πολωνία, ο ανατολικός γείτονας της Γερμανίας. 

Η εισβολή των Ναζί στα τσεχικά εδάφη άλλαξε τη βρετανική εξωτερική πολιτική. Η βρετανική κυβέρνηση άρχισε σταδιακά να προετοιμάζεται για έναν πόλεμο, ο οποίος πλέον φαινόταν αναπόφευκτος. Τον Μάιο του 1939, το βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε τον Νόμο περί στρατιωτικής εκπαίδευσης του 1939, εφαρμόζοντας μερική στρατολόγηση. 

Η Βρετανία επίσης ενίσχυσε τη δέσμευσή της στους συμμάχους της στην Ευρώπη. Λίγο μετά την κατάληψη της Πράγας από τη ναζιστική Γερμανία, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας δεσμεύτηκαν επίσημα να προστατέψουν την αυτονομία της Πολωνίας. Στα τέλη του Αυγούστου του 1939, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Πολωνίας υπέγραψαν μια συμφωνία που ενίσχυσε αυτήν τη θέση. Οι Βρετανοί δεσμεύτηκαν να βοηθήσουν την Πολωνία σε μια ενδεχόμενη εισβολή από μια ξένη επιθετική δύναμη. Η συμφωνία υπογράφηκε μόλις λίγες μέρες πριν την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία. 

Η Βρετανία κηρύσσει πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία. Παρά την πρόσφατη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Βρετανίας και Πολωνίας, η βρετανική κυβέρνηση δοκίμασε πρώτα μια διπλωματική προσέγγιση, κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει την εμπλοκή σε πόλεμο. Οι Ναζί αγνόησαν αυτά τα διπλωματικά ανοίγματα. 

Στις 3 Σεπτεμβρίου, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας κήρυξαν αντίστοιχα πόλεμο στη Γερμανία. Αυτή η ενέργεια μετέτρεψε τη Γερμανική εισβολή στην Πολωνία, σε έναν ευρύτερο πόλεμο, γνωστό ως Β’ Παγκόσμιο. Την ίδια ημέρα, η βρετανική κυβέρνηση ψήφισε νέο νόμο, εφαρμόζοντας γενική στρατολόγηση. Ο Τσάμπερλαιν μίλησε στον βρετανικό λαό μέσω ραδιοφωνικού διαγγέλματος: 

Μπορείτε να φανταστείτε πόσο δυνατό χτύπημα αποτελεί η ήττα του μεγάλου μου αγώνα για ειρήνη. Κι όμως, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα μπορούσα να έχω κάνει κάτι περισσότερο ή διαφορετικό, το οποίο θα μπορούσε να έχει επιτύχει.

Μέχρι και την τελευταία στιγμή θα μπορούσε να βρεθεί ένας ειρηνικός και έντιμος συμβιβασμός μεταξύ της Γερμανίας και της Πολωνίας. Όμως ο Χίτλερ αρνήθηκε. Φαίνεται πως είχε ήδη αποφασίσει να επιτεθεί στην Πολωνία, ό,τι κι αν συνέβαινε... Οι δράσεις του δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν γίνεται να περιμένουμε αυτός ο άνθρωπος να σταματήσει να χρησιμοποιεί βία για να πετύχει τον στόχο του. Ο μόνος τρόπος να τον σταματήσουμε είναι η βία.

Η βρετανική κυβέρνηση κινητοποιήθηκε για πόλεμο το γρηγορότερο δυνατόν, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Επίσης, εφάρμοσε ναυτικό αποκλεισμό ενάντια στη Γερμανία. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία και η Βρετανία βρίσκονταν επίσημα σε πόλεμο, οι συμπλοκές των δύο στρατών ήταν περιορισμένες. Συνεπώς, αυτή η περίοδος έγινε γνωστή ως «Παράξενος Πόλεμος» ή «Ψεύτικος Πόλεμος». 

Ο Παράξενος Πόλεμος έληξε τον Μάιο του 1940, όταν η Γερμανία εισέβαλε στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Οι Βρετανοί είχαν στείλει στρατιωτική δύναμη στη Γαλλία, γνωστή ως Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (BEF), τον Σεπτέμβριο του 1939. Τον Μάιο του 1940, το BEF πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς δίπλα στους στρατούς του Βελγίου, της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Τελικά, το BEF υποχώρησε στη Δουνκέρκη και στη συνέχεια εγκατέλειψε το μέτωπο.

Ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν παραιτήθηκε από το αξίωμα του πρωθυπουργού τον Μάιο του 1940 για λόγους υγείας. Πέθανε από καρκίνο τον Νοέμβριο του 1940. Μετά την παραίτηση του Τσάμπερλαιν, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ανέλαβε ως πρωθυπουργός της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οδήγησε τη Βρετανία κατά τη διάρκεια της Μάχης της Βρετανίας, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού του Λονδίνου που έγινε γνωστός ως Blitz. Οργάνωσε την εμπόλεμη πολιτική της Βρετανίας και διαχειρίστηκε τις συμμαχίες της Βρετανίας με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε χρόνων, οι Βρετανοί πολέμησαν ενάντια στους Ναζί και τους συμμάχους τους στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Οι Συμμαχικές Δυνάμεις (μαζί με τους Βρετανούς) νίκησαν τελικά τη ναζιστική Γερμανία τον Μάιο του 1945. 

Ανασκόπηση της πολιτικής κατευνασμού

Οι καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος διαμόρφωσαν την αντίληψη του κόσμου σχετικά με τον κατευνασμό. Αυτή η διπλωματική στρατηγική θεωρείται συχνά  τόσο πρακτική όσο και ηθική αποτυχία. 

Σήμερα, με βάση τα αρχειακά έγγραφα, γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια κατευνασμού του Χίτλερ ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Ο Χίτλερ και οι Ναζί είχαν την πρόθεση να διεξάγουν επιθετικό πόλεμο και να καταλάβουν εδάφη. Είναι όμως σημαντικό να θυμόμαστε ότι όσοι καταδικάζουν τον Τσάμπερλαιν, συχνά μιλούν έχοντας γνώση όσων ακολούθησαν. Ο Τσάμπερλαιν, ο οποίος πέθανε το 1940, δεν θα μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος των φρικαλεοτήτων που διέπραξαν οι Ναζί και άλλοι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Υποσημειώσεις

  1. Footnote reference1.

    Οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει μια εξωτερική πολιτική απομονωτισμού. Η φασιστική Ιταλία είχε στενούς δεσμούς με τη ναζιστική Γερμανία. Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια κομμουνιστική χώρα. Βρισκόταν σε σχετική απομόνωση από την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα και είχε τεταμένες σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία. Επιπλέον, οι Βρετανοί φοβούνταν τη διάδοση του κομμουνισμού. Η Γαλλία ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι σε μια ισχυρή στρατιωτικά Γερμανία. Όμως, οι Βρετανοί διαφωνούσαν με τη γαλλική προσέγγιση, επειδή οι Γάλλοι ήθελαν να υιοθετήσουν μια σκληρή στάση απέναντι στη Γερμανία, η οποία οι Βρετανοί φοβούνταν ότι θα οδηγούσε σε πόλεμο.

Thank you for supporting our work

We would like to thank Crown Family Philanthropies, Abe and Ida Cooper Foundation, the Claims Conference, EVZ, and BMF for supporting the ongoing work to create content and resources for the Holocaust Encyclopedia. View the list of all donors.

Γλωσσάριο