Όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία το 1933, οι περισσότεροι Γερμανοί δημόσιοι υπάλληλοι είχαν συντηρητικές, εθνικιστικές και απολυταρχικές αντιλήψεις. Μετά την απομάκρυνση των πολιτικών αντιπάλων από τη δημόσια διοίκηση, οι κρατικοί υπάλληλοι συμμερίστηκαν τον αντικομμουνισμό των Ναζί και την απόρριψη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Θεωρούσαν το ναζιστικό καθεστώς ως νόμιμο και ένιωθαν υποχρεωμένοι να «υπακούν τον νόμο». Οι περισσότεροι δεν ήταν ακραία αντισημίτες, ωστόσο πίστευαν ότι οι Εβραίοι ήταν «διαφορετικοί» ή ότι είχαν «υπερβολική επιρροή».

Εβραίοι δικηγόροι στέκονται στη σειρά για να υποβάλλουν αίτηση για την άδεια να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστηρίων του Βερολίνου.

Βοηθώντας στην εφαρμογή των ναζιστικών πολιτικών, δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονταν σε διάφορες υπηρεσίες και στο πλαίσιο της κανονικής τους εργασίας, συνέταξαν αμέτρητους νόμους και διατάγματα που αφαίρεσαν σταδιακά τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα που απολάμβαναν οι Γερμανοεβραίοι ως ισότιμοι πολίτες πριν από το 1933. Περιελάμβαναν μέτρα, για παράδειγμα, που όριζαν τον όρο «Εβραίος», απαγόρευαν τον γάμο μεταξύ «Εβραίων» και «γερμανόαιμων», απαιτούσαν την απόλυση Εβραίων από θέσεις δημοσίων υπαλλήλων και άλλες θέσεις εργασίας, επέβαλαν δυσμενείς διακρίσεις φορολογώντας τον «εβραϊκό πλούτο», δέσμευαν τραπεζικά κεφάλαια και εξουσιοδοτούσαν το κράτος να κατάσχει την περιουσία των απελαθέντων Εβραίων.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι κατάρτισαν επίσης το νόμο που επέβαλει τη στείρωση όσων έχουν διαγνωστεί με κληρονομικές ψυχικές νόσους και ψυχικές και σωματικές αναπηρίες, ενώ επίσης συνέταξαν την αναθεωρημένη παράγραφο 175 του ποινικού κώδικα που ποινικοποίησε ένα ευρύ φάσμα ομοφυλοφιλικών πράξεων.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, μια άλλη ομάδα δημοσίων υπαλλήλων (διπλωμάτες του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών) διαδραμάτισε ζωτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με ηγέτες και αξιωματούχους χωρών από τις οποίες το ναζιστικό καθεστώς επιδίωκε να απελάσει Εβραίους.

Οι Γερμανοί δικαστές συμμερίζονταν τις συντηρητικές, εθνικιστικές και απολυταρχικές πεποιθήσεις και την αποδοχή της νομιμότητας του ναζιστικού καθεστώτος άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Οι δικαστές δεν αμφισβήτησαν τη συνταγματικότητα των νέων νόμων που ψηφίστηκαν το 1933 και περιόριζαν τις κεκτημένες πολιτικές ελευθερίες, αναγνωρισμένα δικαιώματα και τα ένδικα μέσα που είχαν δοθεί στους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των μελών μειονοτικών ομάδων, με το δημοκρατικό σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι περισσότεροι δικαστές όχι μόνο υποστήριξαν τον νόμο στα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης, αλλά τον ερμήνευσαν με ευρείς και εκτενείς τρόπους που διευκόλυναν, αντί να εμποδίζουν, την ικανότητα του καθεστώτος να εφαρμόσει τις αντιεβραϊκές και φυλετικές του πολιτικές. Σε υποθέσεις που αφορούσαν τη λύση νομικών συμβάσεων, όπως συμβάσεων που διέπουν τις σχέσεις εργαζόμενου-εργοδότη, οι δικαστές σπάνια εκμεταλλεύτηκαν το συνηθισμένο περιθώριο ερμηνείας του νόμου προς όφελος κάποιου Εβραίου. Για παράδειγμα, σε μια υπόθεση παραβίασης συμβολαίου, ένας δικαστής ερμήνευσε το να είναι κάποιος Εβραίος ως «αναπηρία» και λόγο απόλυσης από τον χώρο εργασίας.