Χρονολόγιο του γερμανικού στρατού και του ναζιστικού καθεστώτος
Αυτό το χρονολόγιο καταγράφει τη σχέση της επαγγελματικής στρατιωτικής ελίτ με το Ναζιστικό Κράτος. Επικεντρώνει ιδιαίτερα την προσοχή στην αποδοχή της ναζιστικής ιδεολογίας από τους στρατιωτικούς ηγέτες και στον ρόλο αυτών των ηγετών κατά τη διάπραξη εγκλημάτων εναντίον των Εβραίων, των αιχμαλώτων πολέμου και των άοπλων αμάχων στο όνομα αυτής της ιδεολογίας.
Στον απόηχο του Ολοκαυτώματος οι στρατηγοί της Γερμανίας ισχυρίστηκαν ότι στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησαν έντιμα. Επέμεναν ότι για όλα τα εγκλήματα ευθύνονταν τα SS —η επίλεκτη φρουρά των ναζί— και ο αρχηγός των SS, Heinrich Himmler.
Αυτός ο μύθος του γερμανικού στρατού περί «καθαρών χεριών» είχε πολύ μεγάλη απήχηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι Αμερικανοί στρατιωτικοί ηγέτες έχοντας εμπλακεί στον Ψυχρό Πόλεμο ζητούσαν από τους Γερμανούς ομολόγους τους πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Και επειδή θεωρήθηκαν αναξιόπιστες οι λίγες διαθέσιμες σοβιετικές μαρτυρίες για τον πόλεμο –μολονότι τα περισσότερα από τα εγκλήματα που διέπραξε ο γερμανικός στρατός είχαν λάβει χώρα σε σοβιετικό έδαφος— αυτός ο μύθος δεν αμφισβητήθηκε για δεκαετίες.
Έτσι προέκυψαν δύο μακροχρόνιες στρεβλώσεις στην καταγεγραμμένη ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώτον, οι Γερμανοί στρατηγοί άρχισαν να θεωρούνται πρότυπα στρατιωτικής ικανότητας και όχι εγκληματίες πολέμου και συνένοχοι στα εγκλήματα του ναζιστικού καθεστώτος. Δεύτερον, ο ρόλος του γερμανικού στρατού στο Ολοκαύτωμα ξεχάστηκε σε μεγάλο βαθμό.
Αυτό το χρονολόγιο αντιμετωπίζει τις συγκεκριμένες στρεβλώσεις καταγράφοντας τη σχέση της επαγγελματικής στρατιωτικής ελίτ με το ναζιστικό κράτος. Επικεντρώνει ιδιαίτερα την προσοχή στην αποδοχή της ναζιστικής ιδεολογίας από τους στρατιωτικούς ηγέτες και στον ρόλο αυτών των ηγετών κατά τη διάπραξη εγκλημάτων εναντίον των Εβραίων, των αιχμαλώτων πολέμου και των άοπλων αμάχων στο όνομα αυτής της ιδεολογίας.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914–1918)
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας από τους πλέον καταστροφικούς στη σύγχρονη ιστορία. Ο αρχικός ενθουσιασμός όλων των πλευρών για σύντομη και καθοριστική νίκη άρχισε να υποχωρεί καθώς ο πόλεμος οδήγησε σε αδιέξοδο με πολύνεκρες μάχες και τακτικές χαρακωμάτων, ιδιαιτέρως στο δυτικό μέτωπο. Πάνω από εννέα εκατομμύρια στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, αριθμός που ξεπερνούσε κατά πολύ τις απώλειες στρατιωτών που σημειώθηκαν συνολικά στους πολέμους των προηγούμενων εκατό ετών. Οι βαρύτατες απώλειες όλων των πλευρών οφείλονταν εν μέρει στη χρήση νέων όπλων, όπως τα πολυβόλα και τα χημικά όπλα, καθώς και στην αποτυχία των στρατιωτικών ηγετών να προσαρμόσουν τις τακτικές τους στην όλο και περισσότερο μηχανοποιημένη φύση του πολέμου.
Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν μια καθοριστική εμπειρία για τον γερμανικό στρατό. Οι θεωρούμενες ως αποτυχίες στο πεδίο της μάχης και στο εσωτερικό μέτωπο διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις του για τον πόλεμο και συνέβαλαν στην ερμηνεία που έδωσε για τη σχέση μεταξύ αμάχων και στρατιωτών.
Οκτώβριος 1916: Η απογραφή των Εβραίων από τον γερμανικό στρατό
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν 100.000 στρατιώτες από τους περίπου 600.000 που υπηρέτησαν στον γερμανικό στρατό ήταν Εβραίοι. Πολλοί ήταν Γερμανοί πατριώτες που είδαν τον πόλεμο ως μια ευκαιρία να αποδείξουν πίστη στην πατρίδα τους. Ωστόσο, αντισημιτικές εφημερίδες και πολιτικοί ισχυρίστηκαν ότι οι Εβραίοι ήταν δειλοί που απέφευγαν το καθήκον τους μένοντας μακριά από τη μάχη. Για να αποδείξει αυτόν τον ισχυρισμό, ο Υπουργός Πολέμου ξεκίνησε έρευνα για τον αριθμό των Εβραίων που υπηρετούσαν στην πρώτη γραμμή. Για λόγους που δεν είναι σαφείς, τα αποτελέσματα δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ, γεγονός που επέτρεψε στους αντισημίτες να συνεχίσουν να αμφισβητούν τον εβραϊκό πατριωτισμό μετά τον πόλεμο.
11 Νοεμβρίου 1918: Η ανακωχή και ο μύθος του πισώπλατου μαχαιρώματος
Στις 11 Νοεμβρίου 1918, μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια πολέμου, τέθηκε σε ισχύ ανακωχή ή εκεχειρία μεταξύ της ηττημένης Γερμανίας και των δυνάμεων της Αντάντ. Για τον γερμανικό λαό η ήττα ήταν ένα τεράστιο σοκ, καθώς του είχαν πει ότι η νίκη ήταν δεδομένη.
Ορισμένοι Γερμανοί έδωσαν με έναν τρόπο εξήγηση στην απρόσμενη ήττα τους χρησιμοποιώντας τον μύθο του «πισώπλατου μαχαιρώματος». Ο μύθος υποστήριζε ότι οι εσωτερικοί «εχθροί» —κυρίως Εβραίοι και κομμουνιστές— είχαν σαμποτάρει την προσπάθεια των Γερμανών στον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί στρατιωτικοί ηγέτες έπεισαν τον Γερμανό αυτοκράτορα να επιδιώξει την ειρήνη επειδή ήξεραν ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο και φοβούνταν την επικείμενη κατάρρευση της χώρας. Πολλοί από αυτούς τους στρατιωτικούς ηγέτες διέδωσαν στη συνέχεια τον μύθο του πισώπλατου μαχαιρώματος για να απαλλάξουν τον στρατό από την ευθύνη για την ήττα.
28 Ιουνίου 1919: Η Συνθήκη των Βερσαλλιών
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με την οποία έλαβε τέλος ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, υπογράφηκε στις 28 Ιουνίου 1919. Η νεοσύστατη δημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας θεώρησε τη συνθήκη «υπαγορευμένη ειρήνη» με σκληρούς όρους.
Εκτός από άλλες ρυθμίσεις, η συνθήκη περιόρισε τεχνητά τη γερμανική στρατιωτική ισχύ. Περιόρισε τον γερμανικό στρατό σε μια δύναμη 100.000 ανδρών εθελοντών, με μέγιστο αριθμό 4.000 αξιωματικών οι οποίοι έπρεπε να υπηρετήσουν για 25 χρόνια. Ο στόχος ήταν να αποτρέψει τον γερμανικό στρατό να προβεί σε γρήγορη εναλλαγή για να εκπαιδεύσει περισσότερους αξιωματικούς. Η συνθήκη απαγόρευε την παραγωγή αρμάτων μάχης, δηλητηριωδών αερίων, τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, αεροπλάνων και υποβρυχίων και την εισαγωγή όπλων. Διέλυσε το επίλεκτο τμήμα σχεδιασμού του γερμανικού στρατού, γνωστό ως Γενικό Επιτελείο, και έκλεισε τις στρατιωτικές ακαδημίες και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η συνθήκη απαιτούσε την αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας απαγορεύοντας στις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις να σταθμεύουν κατά μήκος των συνόρων με τη Γαλλία. Οι αλλαγές αυτές περιόρισαν σημαντικά τις προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης των Γερμανών αξιωματικών.
1 Ιανουαρίου 1921: Επανίδρυση του γερμανικού στρατού
Η νέα γερμανική δημοκρατία, γνωστή ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ανέλαβε πολλά δύσκολα καθήκοντα. Ένα από τα πιο δύσκολα ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού, η λεγόμενη Reichswehr. Η κυβέρνηση επανίδρυσε τη Reichswehr την 1η Ιανουαρίου 1921 υπό την ηγεσία του στρατηγού Hans von Seeckt. Το μικρό και ομοιογενές σώμα αξιωματικών της Reichswehr επιδείκνυε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές, έκανε αντιπολίτευση στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και κατέβαλε προσπάθειες υπονόμευσης και παράκαμψης της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Καθ' όλη τη δεκαετία του 1920, ο στρατός παραβίασε επανειλημμένα τη συνθήκη. Για παράδειγμα, το καταργηθέν Γενικό Επιτελείο απλά διαβίβασε τα σχέδιά του στο νεοσύστατο «Γραφείο Στρατευμάτων». Ο στρατός έκανε επίσης εισαγωγή όπλων κρυφά κάτι το οποίο είχε απαγορευτεί από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Υπέγραψε μάλιστα συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία του επέτρεπε να διεξάγει απαγορευμένες ασκήσεις με άρματα μάχης στο σοβιετικό έδαφος. Οι μεσαίου επιπέδου αξιωματικοί της Ράιχσβερ έγιναν αργότερα οι ηγέτες του στρατού υπό τον Χίτλερ.
27 Ιουλίου 1929: Η Σύμβαση της Γενεύης
Στις 27 Ιουλίου 1929 η Γερμανία και άλλες ηγέτιδες χώρες υπέγραψαν στη Γενεύη τη Σύμβαση περί μεταχείρισης των αιχμαλώτων πολέμου. Αυτή η διεθνής συμφωνία βασίστηκε στις προηγούμενες συμβάσεις της Χάγης του 1899 και του 1907 με στόχο την ενίσχυση της προστασίας των αιχμαλώτων πολέμου. Η σύμβαση ήταν μία από τις πολλές σημαντικές διεθνείς συμφωνίες που ρύθμισαν ζητήματα πολέμου τη δεκαετία του 1920. Το Πρωτόκολλο της Γενεύης (1925) επικαιροποίησε τους περιορισμούς σχετικά με τη χρήση δηλητηριωδών αερίων. Το 1928, το Σύμφωνο Kellogg-Briand αποκήρυξε τον πόλεμο ως εθνική πολιτική.
Αυτές οι μεταπολεμικές συμφωνίες ήταν μια προσπάθεια επικαιροποίησης του διεθνούς δικαίου ώστε να αποτραπεί μια νέα σύγκρουση τόσο καταστροφική όσο ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, η κυρίαρχη στάση στον γερμανικό στρατό ήταν ότι η στρατιωτική αναγκαιότητα υπερέβαινε πάντα το διεθνές δίκαιο. Όπως και πολλά άλλα έθνη, η Γερμανία παρέκαμψε ή παραβίασε τους κανόνες όταν έκρινε ότι ήταν προς το συμφέρον της.
3 Φεβρουαρίου 1933: Ο Χίτλερ συναντάται με κορυφαίους στρατιωτικούς ηγέτες
Ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος της Γερμανίας στις 30 Ιανουαρίου 1933. Μόλις τέσσερις ημέρες αργότερα, συναντήθηκε κατ' ιδίαν με κορυφαίους στρατιωτικούς ηγέτες σε μια προσπάθεια να κερδίσει την υποστήριξή τους. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι ο στρατός είχε ιστορικά διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στη γερμανική κοινωνία και, ως εκ τούτου, ήταν σε θέση να ανατρέψει το νέο καθεστώς.
Η στρατιωτική ηγεσία δεν εμπιστευόταν και δεν υποστήριζε πλήρως τον Χίτλερ γιατί ήταν λαϊκιστής και ριζοσπαστικός. Ωστόσο, το ναζιστικό κόμμα και ο γερμανικός στρατός είχαν ίδιους στόχους στην εξωτερική πολιτική. Και οι δύο ήθελαν να αποκηρύξουν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, να αναπτύξουν τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις και να εξαλείψουν την απειλή του κομμουνισμού. Σε αυτή την πρώτη συνάντηση, ο Χίτλερ προσπάθησε να καθησυχάσει το σώμα των Γερμανών αξιωματικών. Μίλησε ανοιχτά για τα σχέδιά του να εγκαθιδρύσει δικτατορία, να διεκδικήσει τη χαμένη γη και να διεξάγει πόλεμο. Σχεδόν δύο μήνες αργότερα ο Χίτλερ έδειξε τον σεβασμό του προς τη γερμανική στρατιωτική παράδοση υποκλινόμενος δημοσίως στον Πρόεδρο Hindenburg, διάσημο στρατηγό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
28 Φεβρουαρίου 1934: Η «Άρια Παράγραφος»
Στις 7 Απριλίου 1933, ψηφίστηκε ο Νόμος για την Ανασύσταση της Δημόσιας Διοίκησης στον οποίο περιλαμβανόταν η Άρια Παράγραφος. Σε αυτή την παράγραφο ζητούνταν η βίαιη απομάκρυνση όλων των Γερμανών μη άριας καταγωγής (δηλαδή των Εβραίων) από τη δημόσια διοίκηση.
Η «Άρια Παράγραφος» δεν αφορούσε αρχικά τις ένοπλες δυνάμεις. Ωστόσο, στις 28 Φεβρουαρίου 1934, ο υπουργός Άμυνας Werner von Blomberg την έθεσε προαιρετικά σε ισχύ και για τους στρατιωτικούς. Επειδή η Reichswehr έκανε διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων και εμπόδιζε την εξέλιξή τους, η πολιτική αυτή αφορούσε λιγότερους από 100 στρατιώτες. Σε ένα υπόμνημα προς τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς ηγέτες, ο συνταγματάρχης Erich von Manstein καταδίκαζε τις απολύσεις βασιζόμενος στις παραδοσιακές αξίες του γερμανικού στρατού και στον κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, χωρίς όμως ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Η απόφαση του Blomberg να εφαρμόσει την Άρια Παράγραφο ήταν ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς. Πρόσθεσαν επίσης ναζιστικά σύμβολα στις στρατιωτικές στολές και στα εμβλήματα και εισήγαγαν την πολιτική κατάρτιση στη στρατιωτική εκπαίδευση, η οποία βασιζόταν σε ναζιστικά ιδεώδη.
30 Ιουνίου 1934–2 Ιουλίου 1934: «Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών»
Μεταξύ 1933 και 1934, ο Χίτλερ έθεσε τέλος στις προσπάθειες που κατέβαλε ο ηγέτης των Ταγμάτων Εφόδου Ernst Röhm να αντικαταστήσει τον επαγγελματικό στρατό με μια λαϊκή πολιτοφυλακή στο κέντρο των Ταγμάτων Εφόδου. Οι στρατιωτικοί ηγέτες απαίτησαν να σταματήσει ο Röhm. Ο Χίτλερ αποφάσισε ότι ένας στρατός με επαγγελματική εκπαίδευση και οργάνωση άρμοζε περισσότερο στους επεκτατικούς του στόχους. Παρενέβη για λογαριασμό του στρατού με αντάλλαγμα τη μελλοντική υποστήριξή τους.
Μεταξύ 30 Ιουνίου και 2 Ιουλίου 1934, η ηγεσία του Ναζιστικού Κόμματος δολοφόνησε την ηγεσία των Ταγμάτων Εφόδου, συμπεριλαμβανομένων του Röhm και άλλων αντιπάλων. Οι δολοφονίες επισφράγισαν μια συμφωνία του ναζιστικού καθεστώτος με τον στρατό η οποία θα παρέμενε ανέπαφη, με σπάνιες εξαιρέσεις, μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, οι στρατιωτικοί ηγέτες υποστήριξαν τον Χίτλερ όταν αυτοανακηρύχθηκε Φύρερ (ηγέτης) του Γερμανικού Ράιχ τον Αύγουστο του 1934. Οι στρατιωτικοί ηγέτες έγραψαν αμέσως έναν νέο όρκο και ορκίζονταν για την υπηρεσία τους προσωπικά στον Χίτλερ ως προσωποποίηση του Γερμανικού Έθνους.
Μάρτιος 1935–Μάρτιος 1936: Δημιουργία της Βέρμαχτ
Στις αρχές του 1935, η Γερμανία πραγματοποίησε τα πρώτα επίσημα βήματα για τον επανεξοπλισμό της, κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στις 16 Μαρτίου 1935 ένας νέος νόμος επανέφερε τη στράτευση και επέκτεινε επίσημα τον γερμανικό στρατό σε 550.000 άνδρες.
Τον Μάιο, με έναν μυστικό νόμο του Ράιχ περί αμυντικού δόγματος, η Reichswehr μετονομάστηκε σε Βέρμαχτ και ο Χίτλερ έγινε αρχιστράτηγος αυτής με υφιστάμενο έναν «Υπουργό Πολέμου και Διοικητή της Βέρμαχτ». Η αλλαγή της ονομασίας έγινε κυρίως για λόγους αισθητικούς, ωστόσο πρόθεση ήταν η δημιουργία μιας δύναμης ικανής για επιθετικό πόλεμο και όχι μιας αμυντικής δύναμης που δημιουργείται βάσει της συνθήκης. Επιπλέον, ο νόμος περί επιστράτευσης απέκλειε τους Εβραίους, προς μεγάλη απογοήτευση των Εβραίων ανδρών που ήθελαν να αποδείξουν την αδιάλειπτη αφοσίωσή τους στη Γερμανία. Οι στρατιωτικοί ηγέτες συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς για να επεκτείνουν την παραγωγή όπλων. Τον Μάρτιο του 1936 η νέα Βέρμαχτ επαναστρατιωτικοποίησε τη Ρηνανία.
5 Νοεμβρίου 1937: Ο Χίτλερ συναντάται ξανά με κορυφαίους στρατιωτικούς ηγέτες
Στις 5 Νοεμβρίου 1937, ο Χίτλερ πραγματοποίησε σύντομη συνάντηση με τον Υπουργό Εξωτερικών, τον Υπουργό Πολέμου και τους αρχηγούς του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας. Ο Χίτλερ συζήτησε μαζί τους το όραμά του για την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, το οποίο περιλάμβανε σχέδια για την άμεση απορρόφηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, με τη βία αν ήταν απαραίτητο, και για περαιτέρω μεταγενέστερη επέκταση. Ο Αρχιστράτηγος του στρατού Werner Freiherr von Fritsch, ο Υπουργός Πολέμου von Blomberg και ο Υπουργός Εξωτερικών Konstantin von Neurath διαφώνησαν, όχι για ηθικούς λόγους, αλλά διότι πίστευαν ότι η Γερμανία δεν ήταν έτοιμη στρατιωτικά, ειδικά αν η Βρετανία και η Γαλλία συμμετείχαν στον πόλεμο. Τις ημέρες και τις εβδομάδες που ακολούθησαν, αρκετοί άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες που έμαθαν για τη συνάντηση εξέφρασαν επίσης την αποδοκιμασία τους.
Ιανουάριος–Φεβρουάριος 1938: Η υπόθεση Blomberg-Fritsch
Στις αρχές του 1938, δύο σκάνδαλα που αφορούσαν κορυφαίους ηγέτες της Βέρμαχτ έδωσαν την ευκαιρία στους Ναζί να απομακρύνουν τους διοικητές που δεν υποστήριζαν πλήρως τα σχέδια του Χίτλερ (όπως αυτά καθορίστηκαν στη συνάντηση του Νοεμβρίου). Πρώτον, ο Υπουργός Πολέμου Blomberg είχε πρόσφατα παντρευτεί και ήρθαν στο φως πληροφορίες ότι η σύζυγός του είχε «παρελθόν» που περιλάμβανε το λιγότερο πορνογραφικές φωτογραφίες. Αυτό ήταν εντελώς απαράδεκτο για οποιονδήποτε αξιωματικό του στρατού. Ο Χίτλερ (με την πλήρη υποστήριξη των άλλων ανώτερων στρατηγών) ζήτησε την παραίτηση του Blomberg. Περίπου την ίδια εποχή, ο Αρχιστράτηγος του Στρατού von Fritsch παραιτήθηκε αφού ο Himmler και ο αρχιστράτηγος του Ράιχ, Hermann Göring, τον κατηγόρησαν ψευδώς για ομοφυλοφιλία.
Οι δύο παραιτήσεις έγιναν γνωστές ως η υπόθεση Blomberg-Fritsch. Έδωσαν στον Χίτλερ την ευκαιρία να αναδιοργανώσει τη Βέρμαχτ και να τη θέσει υπό τον έλεγχό του. Τη θέση του Υπουργού Πολέμου ανέλαβε ο ίδιος ο Χίτλερ και ο Στρατηγός Wilhelm Keitel διορίστηκε στρατιωτικός επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων. Ο Fritsch αντικαταστάθηκε από τον πολύ πιο ευέλικτο Αντισυνταγματάρχη Walther von Brauchitsch. Αυτές οι αλλαγές ήταν απλά οι περισσότεροι εμφανείς. Ο Χίτλερ ανακοίνωσε επίσης μια σειρά αναγκαστικών παραιτήσεων και μεταθέσεων σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις αρχές Φεβρουαρίου.
Μάρτιος 1938–Μάρτιος 1939: Εξωτερική πολιτική και επεκτατισμός
Από τον Μάρτιο του 1938 έως τον Μάρτιο του 1939, η Γερμανία ανέπτυξε μια σειρά εδαφικών πολιτικών που εγκυμονούσαν τον κίνδυνο να πυροδοτηθεί πόλεμος στην Ευρώπη. Πρώτον, τον Μάρτιο του 1938, η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία. Στη συνέχεια, ο Χίτλερ απείλησε με πόλεμο εάν η Σουδητία, μια περιοχή στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας που ο πληθυσμός της ήταν κατά πλειοψηφία γερμανικής εθνοτικής προέλευσης, δεν παραδιδόταν στη Γερμανία. Οι ηγέτες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας πραγματοποίησαν διάσκεψη στο Μόναχο της Γερμανίας στις 29–30 Σεπτεμβρίου 1938. Συμφώνησαν στη γερμανική προσάρτηση της Σουδητίας με αντάλλαγμα τη δέσμευση του Χίτλερ για ειρήνη. Στις 15 Μαρτίου 1939, ο Χίτλερ παραβίασε τη Συμφωνία του Μονάχου και κινήθηκε εναντίον του υπόλοιπου τσεχοσλοβακικού κράτους. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν ένταση στο εσωτερικό του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο στρατηγός Ludwig Beck, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, διαμαρτυρόταν για καιρό για την προοπτική ενός νέου χαμένου πολέμου. Ωστόσο, οι συνάδελφοί του αρνήθηκαν να τον υποστηρίξουν ενώ ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν τα ηνία της στρατηγικής στον Φύρερ. Ο Beck παραιτήθηκε αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
1 Σεπτεμβρίου 1939: Η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και νίκησε γρήγορα, ξεκινώντας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γερμανική κατοχή στην Πολωνία υπήρξε απάνθρωπη. Σε μια εκστρατεία τρόμου, η γερμανική αστυνομία και οι μονάδες των SS σκότωσαν χιλιάδες Πολωνούς πολίτες και εξανάγκασαν όλους τους Πολωνούς άνδρες σε καταναγκαστικές εργασίες. Οι Ναζί προσπάθησαν να καταστρέψουν τον πολωνικό πολιτισμό εξοβελίζοντας την πολωνική πολιτική, θρησκευτική και πνευματική ηγεσία. Τα εγκλήματα αυτά διαπράχθηκαν κυρίως από τα SS, αν και οι ηγέτες της Βέρμαχτ υποστήριζαν πλήρως τις συγκεκριμένες πολιτικές. Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες συμμετείχαν επίσης σε πράξεις βίας και λεηλασίες. Ορισμένοι στη Βέρμαχτ δεν ήταν ικανοποιημένοι με την εμπλοκή των στρατιωτών τους, σοκαρίστηκαν με τη βία και ανησυχούσαν για την έλλειψη τάξης μεταξύ των στρατιωτών. Οι στρατηγοί Blaskowitz και Ulex παραπονέθηκαν ακόμη και στους ανωτέρους τους για τη βία. Ωστόσο, γρήγορα εξαναγκάστηκαν σε σιωπή.
7 Απριλίου–22 Ιουνίου 1940: Η εισβολή στη Δυτική Ευρώπη
Την άνοιξη του 1940, η Γερμανία εισέβαλε, νίκησε και κατέλαβε τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία. Με αυτές τις αλλεπάλληλες νίκες —ιδιαίτερα την απίστευτα γρήγορη ήττα της Γαλλίας— αυξήθηκε σημαντικά η δημοτικότητα του Χίτλερ στο εσωτερικό της χώρας και στον στρατό. Οι λίγοι στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν αντιταχθεί στα σχέδιά του, έχασαν πλέον την αξιοπιστία τους ενώ μειώθηκε η δυνατότητα αντιπολίτευσης κατά του καθεστώτος. Μετά τη νίκη στη Δυτική Ευρώπη, ο Χίτλερ και η Βέρμαχτ έστρεψαν την προσοχή τους στον σχεδιασμό εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.
30 Μαρτίου 1941: Σχεδιασμός εισβολής στη Σοβιετική Ένωση
Στις 30 Μαρτίου 1941, ο Χίτλερ είχε μυστικές συνομιλίες με 250 από τους κύριους διοικητές και αξιωματικούς του για τη φύση του επερχόμενου πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Στις συζητήσεις του τόνισε ότι ο πόλεμος στην Ανατολή θα διεξαγόταν με ακραία βιαιότητα με στόχο την καταστροφή της κομμουνιστικής απειλής. Το ακροατήριο του Χίτλερ ήξερε ότι ζητούσε ξεκάθαρα την παραβίαση των νόμων του πολέμου, ωστόσο δεν υπήρξαν σοβαρές αντιρρήσεις. Αντίθετα ο στρατός, ακολουθώντας την ιδεολογία του Χίτλερ, εξέδωσε σειρά διαταγών με τις οποίες κατέστη σαφές ότι στόχος τους ήταν η διεξαγωγή πολέμου αφανισμού ενάντια στο κομμουνιστικό κράτος. Οι πιο διαβόητες από αυτές τις διαταγές περιλαμβάνουν τη Διαταγή περί Κομισάριων και το διάταγμα για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Οι συγκεκριμένες διαταγές μαζί με κάποιες άλλες αποδεικνύουν ξεκάθαρα τη συνεργασία της Βέρμαχτ με τα SS. Επιπλέον, στις διαταγές ήταν σαφές ότι οι στρατιώτες δεν θα τιμωρούνταν για πράξεις που παραβίαζαν τους διεθνώς συμφωνηθέντες κανόνες πολέμου.
6 Απριλίου 1941: Η εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα
Οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία στις 6 Απριλίου 1941 και διαμέλισαν τη χώρα εκμεταλλευόμενες τις εθνοτικές εντάσεις. Στη Σερβία, η Γερμανία εγκατέστησε στρατιωτική διοίκηση κατοχής η οποία επιδόθηκε σε ιδιαίτερα βάρβαρες πράξεις σε βάρος του τοπικού πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ίδιου έτους, οι γερμανικές στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές φυλάκισαν τους περισσότερους Εβραίους και Ρομά (Τσιγγάνους) σε στρατόπεδα κράτησης. Το φθινόπωρο, μια σερβική εξέγερση προκάλεσε σοβαρές απώλειες στο στρατιωτικό και αστυνομικό προσωπικό της Γερμανίας. Σε απάντηση, ο Χίτλερ διέταξε τις γερμανικές αρχές να εκτελέσουν 100 ομήρους για κάθε νεκρό Γερμανό. Οι γερμανικές στρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες χρησιμοποίησαν αυτή τη διαταγή ως πρόσχημα για να εκτελέσουν σχεδόν όλους τους άνδρες Σέρβους Εβραίους (περίπου 8.000 άνδρες), περίπου 2.000 πραγματικούς και υποτιθέμενους κομμουνιστές, Σέρβους εθνικιστές και δημοκράτες πολιτικούς του μεσοπολέμου και περίπου 1.000 άνδρες Ρομά.
22 Ιουνίου 1941: Η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση
Οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Τρεις μονάδες στρατού, αποτελούμενες από περισσότερους από τρία εκατομμύρια Γερμανούς στρατιώτες, επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση σε ένα ευρύ μέτωπο, από τη Βαλτική Θάλασσα στα βόρεια μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στα νότια.
Ακολουθώντας τις διαταγές τους, οι γερμανικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τον πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης με εξαιρετική βαρβαρότητα. Έκαψαν ολόκληρα χωριά και εκτέλεσαν τον αγροτικό πληθυσμό ολόκληρων περιοχών ως αντίποινα για επιθέσεις ανταρτών. Έστειλαν εκατομμύρια Σοβιετικούς πολίτες σε καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και στα κατεχόμενα εδάφη. Οι Γερμανοί είχαν συμπεριλάβει στον σχεδιασμό τους την ανελέητη εκμετάλλευση των σοβιετικών πόρων, ιδίως των γεωργικών προϊόντων. Αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους πολεμικούς στόχους της Γερμανίας στην ανατολική Ευρώπη.
Ιούνιος 1941–Ιανουάριος 1942: Η συστηματική δολοφονία των Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου
Από την αρχή της εκστρατείας προς την Ανατολή, η ναζιστική ιδεολογία κατηύθυνε τη γερμανική πολιτική έναντι των Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Οι γερμανικές αρχές θεωρούσαν τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου ως κατώτερους και ως μέρος της «μπολσεβίκικης απειλής». Υποστήριζαν ότι επειδή η Σοβιετική Ένωση δεν είχε υπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης του 1929, δεν ίσχυαν οι διατάξεις της σύμβασης που προέβλεπαν την υποχρεωτική παροχή τροφής, στέγης και ιατρικής περίθαλψης στους αιχμαλώτους πολέμου και απαγόρευαν την πολεμική εργασία ή τη σωματική τιμωρία. Η πολιτική αυτή αποδείχθηκε καταστροφική για τα εκατομμύρια των Σοβιετικών στρατιωτών που αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια Σοβιετικοί αιχμάλωτοι (περίπου το 58%) πέθαναν υπό γερμανική αιχμαλωσία (έναντι του 3% περίπου Βρετανών και Αμερικανών αιχμαλώτων). Αυτός ο αριθμός των νεκρών δεν ήταν ούτε ατύχημα ούτε αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά μάλλον σκόπιμη πολιτική. Ο στρατός και τα SS συνεργάστηκαν για τη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, επειδή ήταν Εβραίοι ή κομμουνιστές ή έμοιαζαν με «Ασιάτες». Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι υποβλήθηκαν σε πολύωρες πορείες, συστηματική λιμοκτονία, στέρηση ιατρικής περίθαλψης, ανεπαρκή ή παντελή έλλειψη στέγασης και καταναγκαστική εργασία. Επανειλημμένα οι γερμανικές δυνάμεις καλούνταν να αναλάβουν «ενεργητική και αδίστακτη δράση» και να «χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους» χωρίς δισταγμό «για να εξαφανίσουν κάθε ίχνος αντίστασης» από τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου.
Καλοκαίρι–Φθινόπωρο 1941: Συμμετοχή της Βέρμαχτ στο Ολοκαύτωμα
Οι περισσότεροι Γερμανοί στρατηγοί δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ναζί. Ωστόσο, είχαν πολλούς κοινούς στόχους με τους Ναζί. Κατά τη γνώμη τους, υπήρχαν σοβαροί στρατιωτικοί λόγοι για να υποστηρίξουν τις ναζιστικές πολιτικές. Στα μάτια των στρατηγών, ο κομμουνισμός τροφοδοτούσε την αντίσταση. Πίστευαν επίσης ότι οι Εβραίοι ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τον κομμουνισμό.
Όταν τα SS προσφέρθηκαν να εξασφαλίσουν τα μετόπισθεν και να εξαλείψουν την εβραϊκή απειλή, ο στρατός συνεργάστηκε παρέχοντας υλικοτεχνική υποστήριξη στις μονάδες και συντονίζοντας τις μετακινήσεις τους. Μονάδες του στρατού βοήθησαν να συγκεντρωθούν Εβραίοι για τα εκτελεστικά αποσπάσματα, απέκρυψαν τα κέντρα εξόντωσης και μερικές φορές συμμετείχαν και οι ίδιες στις εκτελέσεις. Δημιούργησαν γκέτο για όσους δεν σκότωσαν οι εκτελεστές τα οποία λειτουργούσαν με καταναγκαστική εργασία των Εβραίων. Όταν ορισμένα στρατεύματα έδειξαν σημάδια δυσφορίας, οι στρατηγοί εξέδωσαν διαταγές δικαιολογώντας τις δολοφονίες και άλλα σκληρά μέτρα.
2 Φεβρουαρίου 1943 Η γερμανική έκτη στρατιά παραδίδεται στο Στάλινγκραντ
Η μάχη του Στάλινγκραντ, η οποία διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1942 έως τον Φεβρουάριο του 1943, υπήρξε καθοριστικό σημείο καμπής στον πόλεμο. Μετά από μήνες σφοδρών μαχών με μεγάλες απώλειες, και σε αντίθεση με την απευθείας διαταγή του Χίτλερ, οι εναπομείνασες γερμανικές δυνάμεις (περίπου 91.000 άνδρες) παραδόθηκαν στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Υπουργός Προπαγάνδας Joseph Goebbels έβγαλε λόγο στο Βερολίνο καλώντας σε ριζοσπαστικοποίηση των μέτρων κινητοποίησης και σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Στην λόγο του, αναγνώρισε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η χώρα και αυτό σηματοδότησε την αρχή της αυξανόμενης απόγνωσης της ναζιστικής ηγεσίας.
Η ήττα στο Στάλινγκραντ ανάγκασε τα γερμανικά στρατεύματα να βρεθούν σε αμυντική θέση και έτσι ξεκίνησε η μακρά υποχώρησή τους πίσω στη Γερμανία. Η υποχώρηση αυτή σημαδεύτηκε από εκτεταμένες καταστροφές, καθώς ο στρατός εφάρμοσε την πολιτική της καμένης γης με διαταγή του Χίτλερ. Επίσης, δόθηκε μεγάλη έμφαση στη διατήρηση της στρατιωτικής πειθαρχίας, περιλαμβανομένων ανελέητων συλλήψεων στρατιωτών που εξέφραζαν αμφιβολίες για την τελική νίκη της Γερμανίας.
20 Ιουλίου 1944: Επιχείρηση Βαλκυρία
Αν και γενικά αδιαφορούσαν για τα ναζιστικά εγκλήματα —αρκετοί από τους συνωμότες είχαν συμμετάσχει ακόμη και στη δολοφονία Εβραίων— μια μικρή ομάδα ανώτερων στρατιωτικών αποφάσισε ότι ο Χίτλερ έπρεπε να πεθάνει. Κατηγορούσαν τον Χίτλερ επειδή έχαναν τον πόλεμο και θεωρούσαν ότι η παραμονή του στην ηγεσία αποτελούσε σοβαρή απειλή για το μέλλον της Γερμανίας. Προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944, πυροδοτώντας μια μικρή αλλά ισχυρή βόμβα κατά τη διάρκεια στρατιωτικής ενημέρωσης στο αρχηγείο του στην Ανατολική Πρωσία στο Rastenburg.
Ο Χίτλερ επέζησε και η συνωμοσία κατέρρευσε. Γρήγορα πήρε εκδίκηση για την απόπειρα αυτή κατά της ζωής του. Αρκετοί στρατηγοί αναγκάστηκαν να αυτοκτονήσουν ή να αντιμετωπίσουν ταπεινωτικές διώξεις. Άλλοι δικάστηκαν ενώπιον του διαβόητου Λαϊκού Δικαστηρίου του Βερολίνου και εκτελέστηκαν. Ενώ ο Χίτλερ παρέμεινε καχύποπτος απέναντι στα υπόλοιπα μέλη του σώματος των Γερμανών αξιωματικών, οι περισσότεροι συνέχισαν να πολεμούν γι' αυτόν και τη Γερμανία μέχρι την παράδοση της χώρας το 1945.
1945–1948 Σημαντικές δίκες για εγκλήματα πολέμου
Μετά την παράδοση της Γερμανίας τον Μάιο του 1945, ορισμένοι στρατιωτικοί ηγέτες δικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Οι υψηλόβαθμοι στρατηγοί συμπεριλήφθηκαν στη δίκη 22 βασικών εγκληματιών πολέμου ενώπιον του Διεθνούς Στρατοδικείου (IMT) στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, η οποία άρχισε τον Οκτώβριο του 1945. Ο Wilhelm Keitel και ο Alfred Jodl, αμφότεροι της ανώτατης διοίκησης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, κρίθηκαν ένοχοι και εκτελέστηκαν. Και οι δύο προσπάθησαν να κατηγορήσουν τον Χίτλερ. Ωστόσο, το Διεθνές Στρατοδικείο απέρριψε ρητά τη χρήση των διαταγών των ανωτέρων ως μέσο υπεράσπισης.
Τρεις επακόλουθες δίκες ενώπιον του αμερικανικού στρατοδικείου στη Νυρεμβέργη επικεντρώθηκαν επίσης στα εγκλήματα του γερμανικού στρατού. Πολλοί από τους καταδικασθέντες απελευθερώθηκαν πρόωρα, υπό την πίεση του Ψυχρού Πολέμου και της ίδρυσης της Bundeswehr. Δυστυχώς, πολλοί από τους υπεύθυνους για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
Υποσημειώσεις
-
Footnote reference1.
FL Carsten, Reichswehr Politics (Berkeley: University of California Press, 1973), 50.
-
Footnote reference2.
Robert B. Kane, Disobedience and Conspiracy in the German Army, 1918-1945 (Jefferson, North Carolina: McFarland & Company, 2002), 82-83.
-
Footnote reference3.
Grundzüge deutscher Militärgeschichte, (Freiburg i.B.: Militärgeschichtliches Forschungsamt, 1993), 329.
-
Footnote reference4.
German Historical Institute, "Summary of Hitler's Meeting with the Heads of the Armed Services on November 5, 1937," Πρόσβαση στις 25 Νοεμβρίου 2019, http://germanhistorydocs.ghi-dc.org/sub_document.cfm?document_id=1540. Η ηλεκτρονική μετάφραση των πρωτότυπων γερμανικών πρακτικών της συνάντησης, «Πρακτικά της Διάσκεψης στην Καγκελαρία του Ράιχ, Βερολίνο, 5 Νοεμβρίου 1937, από τις 4:15–8:30μμ», είναι διαθέσιμη μέσω του ιστότοπου, όπως μεταφράστηκε αρχικά από τα γερμανικά και δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών.
-
Footnote reference5.
The Wannsee Conference and the Genocide of the European Jews: Catalogue with Selected Documents and Photos of the Permanent Exhibit. (Berlin: House of the Wannsee Conference, Memorial and Education Site, 2007), 39-40.